Ένας τροχονόμος σταματά ένα αυτοκίνητο μ έναν άνδρα και μια γυναίκα μέσα και πλησιάζει για τα καθέκαστα. Ο άνδρας, που κάθεται στο τιμόνι, τον ρωτά:
"Τι έγινε, κύριε τροχονόμε; Γιατί μας σταματήσατε;"
Τροχονόμος: Τρέχατε με εκατό ενώ το όριο είναι εξήντα. Δυστυχώς, θα πρέπει να σας κόψω κλήση.
Ανδρας: Μα, πώς έτρεχα με εκατό; Το πολύ να ήμουν λίγο πάνω από τα εξήντα.
Γυναίκα: Τι λες τώρα, Κώστα μου. Έχει δίκιο ο κύριος. Τα είχες περάσει τα εκατό. Κι εγώ το πρόσεξα. [Ο άνδρας τής ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα.] Τροχονόμος: Θα πρέπει να σας δώσω κλήση και για το πίσω φως που είναι σπασμένο.
Ανδρας: Ποιο σπασμένο φως; Έχω εγώ σπασμένο φως;
Γυναίκα: Πώς δεν έχεις, Κώστα μου; Κι εσύ το είδες και μου το είπες εδώ και δυο βδομάδες! [Νέο δολοφονικό βλέμμα από τον άνδρα.] Τροχονόμος: Και, για να τελειώνουμε, θα σας δώσω επίσης κλήση επειδή δεν έχετε φορέσει τη ζώνη ασφαλείας.
Ανδρας: Μα τώρα δα την έβγαλα, όταν κατεβαίνατε από τη μοτοσικλέτα!
Γυναίκα: Καλέ τι είναι αυτά που λες στον άνθρωπο, Κώστα μου! Εσύ ποτέ δεν τη φοράς τη ζώνη!
Πάνω εκεί ο άνδρας γυρνά στη γυναίκα και της φωνάζει:
"Για όνομα του θεού, δεν μπορείς να βγάλεις το σκασμό;"
Ο τροχονόμος κοιτάζει τη γυναίκα και τη ρωτά:
"Με συγχωρείτε, κυρία μου, έτσι σας μιλάει πάντα;"
Και η γυναίκα:
"Όχι, κύριε τροχονόμε. Μόνο όταν είναι πιωμένος..."