Ήτανε μια φορά κι ενα καιρό...
, τρεις πολύ κολλητές κυρίες, η Πόπη, η Λούλα και η Μαργαρίτα, που γνωριζόντουσαν απο μικρά παιδιά και μέχρι τώρα που είχαν περάσει τα 80 διατηρούσαν τη φιλία τους στο ακέραιο! Η δε υγεία τους ηταν μια χαρά για τα χρόνια που κουβαλούσαν στην καμπούρα τους και το μόναδικό πρόβλημα είχε να κάνει με κάποια κρούσματα αμνησίας που είχαν προκύψει τον τελευταίο καιρό. Αλλά κατά τα άλλα, όλα καλά!
Εκείνο λοιπόν το Κυριακάτικο πρωινό αποφάσισαν η Πόπη και η Λούλα να επισκεφτούν την Μαργαρίτα και μια και δυο κίνησαν για το σπίτι της φιλενάδας τους.
Το τι χαρές εκανε η Μαργαρίτα οταν τις είδε δε λέγεται...
- Καλώς τα κορίτσια! (ματς-μούτς-ματς-μουτς!) Τι κάνετε βρέ;
Και αφού έφτιαξε τρεις βαρβάτους καφέδες, άρχισαν όλες μαζί το μπλα-μπλα.
Σε καμιά ωρα λέει η Πόπη:
- Βρε Μαργαρίτα μου, να, με την κουβέντα στέγνωσε το στόμα μου... Μήπως έχεις κάτι να τσιμπήσουμε;
- Βεβαίως-βεβαίως, έχω ετοιμάσει κάτι σάντουιτς μούρλια! Πάω αμέσως να τα φέρω!
Και έτρεξε η Μαργαρίτα αμέσως προς την κουζίνα. Μπαίνοντας όμως μέσα, ξέχασε για ποιο λόγο είχε έρθει και άρχισε να αναρωτιέται.
"Βρε τι μου είπανε να φέρω... Τι μου είπανε... Ε, τι αλλο θα θέλουνε; Μα φυσικά καφέ!"
Και φτιάχνει ξανα-μανά τρεις βαρβάτους καφέδες και τους πάει στα κορίτσια, τους πίνουνε κι αρχίζει πάλι το μπλα-μπλα.
Και νά σου πάλι σε καμμιά ωρα τα ίδια.
- Θα φάμε τίποτα;
- Βεβαίως!
Και "Τι μού πανε να τούς φέρω..."
Και να τρεις καφεδιές!
Ε. αυτή η δουλειά συνεχίζεται μέχρι αργά τη νύχτα, έχουνε πιεί καμιά διακοσαριά καφέδες και κάποια στιγμή η Πόπη και η Λούλα αντιλαμβάνονται ότι είναι περασμένη ωρα και αποφασίζουν να φύγουν.
Με δάκρυα στα μάτια αποχαιρετούν την παιδική τους φίλη και φεύγουν.
Στο δρόμο τώρα, λέει η Λούλα στην Πόπη:
- Τι να σου πω, βρε Πόπη μου, χρυσό κορίτσι αυτή η Μαργαρίτα, αλλά ούτε ένα καφέ δεν μας έψησε τόσες ώρες που ήμασταν σπίτι της!
Και η Πόπη απαντά με απορία:
- Ποιά Μαργαρίτα;