Ήταν ένας τύπος που πήγαινε σε ένα χωριό αλλά έμεινε από λάστιχο σε ένα απόμερο σημείο.
Πάει στο πορτ-μπαγκαζ να πάρει το γρύλλο για να αλλάξει το λάστιχο και είδε με απελπισία ότι δεν το είχε μαζί του. Εκεί γύρο υπήρχε μόνο δάσος και ο άνδρας είδε στο βάθος μία φωτεινή κουκίδα. Μη έχοντας λοιπόν άλλη επιλογή ξεκίνησε να περπατήσει προς τα εκεί. Καθώς περπατούσε σκεφτότανε από μέσα του:
"Θα πάω εγώ εκεί θα χτυπήσω την πόρτα του σπιτιού, θα μου ανοίξει την πόρτα ο άνθρωπος που μένει εκεί, θα μου πει:
"Ναι, παρακαλώ τί θέλετε;"
Θα του πω εγώ:
"Καλησπέρα σας, συγνώμη για την ενόχληση, αλλά ξέρετε έμεινα από λάστιχο και δεν έχω γρύλλο για να το αλλάξω. Μήπως θα μπορούσατε σας παρακαλώ να μου δανείσετε το γρύλλο του αυτοκινήτου σας για να αλλάξω το λάστιχό;"
Θα μου πει όμως ο άλλος (και με το δίκιο του):
"Καλά ρε ανθρωπέ μου, με ξυπνάς μέσα στα μεσάνυχτα για να μου ζητήσεις το γρύλλο του αυτοκινήτου μου; Είσαι ηλίθιος;"
Θα του πω όμως εγώ:
"Σας παρακάλεσα να μου δανείσετε το γρύλλο σας και τώρα πάλι, σας παρακαλώ δώστε μου μισό λεπτό το γρύλλο σας να αλλάξω το λάστιχο και θα σας τον επιστρέψω αμέσως μόλις τελειώσω."
Θα μου πει όμως εκείνος:
"Μα είναι αυτός λόγος να με ξυπνήσεις στα καλά καθούμενα, βρε ηλίθιε;" Και τότε θα του πώ..."
Τέλος πάντων σκεφτόταν την κουβέντα που θα γινόταν για το γρύλλο και κάποια στιγμή φτάνει στο σπίτι, χτυπάει, του ανοίγει ένας άνδρας και τον ρωτάει:
- Ναί, παρακαλώ τι θέλετε;
Και του απαντάει ο άνδρας:
- Ρε, δεν πάς να γαμηθείς κι εσύ και ο γρύλλος σου!