Home
Κατηγορίες αστείων
Popular
Αστεία ανέκδοτα
Δημοφιλή ανέκδοτα
νέα ανέκδοτα
ανέκδοτα για άντρες
Ανέκδοτα για γυναίκες
Ανέκδοτα για δικηγόρους
Ανέκδοτα γυναικών - αντρών
Ανέκδοτα με γιατρούς, Ιατρικά ανέκδοτα
Ανέκδοτα με εθνότητες
Ανεκδοτα με Κυνηγους
Ανέκδοτα με μεθυσμένους
Ανεκδοτα με μπατσους
Ανέκδοτα με ξανθιές, Ανεκδοτα για ξανθιες
Ανέκδοτα με πεθερές
Ανέκδοτα με την Αννούλα
Ανεκδοτα με Τουρκους
Ανεκδοτα στο φαρμακειο
Ανεκδοτα Τοτος, Ανέκδοτα με τον Τοτό
Ανεκδοτα: Κανιβαλοι
Γκέι Ανέκδοτα
Ερωτήσεις - απαντήσεις
Ηθικά διδάγματα
Κρητικά ανέκδοτα
Κρύα ανέκδοτα
Μαύρο χιούμορ
Πρόστυχα ανέκδοτα
Σκωτσέζικα αστεία
Στρατιωτικά Αστεία
Τσακ Νορις ανεκδοτα
ανέκδοτα
Ανέκδοτα με ζώα
Διάφορα ανέκδοτα
Έξυπνα ανέκδοτα, Εξυπνα ανεκδοτα
Ερωτικά ανέκδοτα
Θρησκευτικά ανέκδοτα
Κουφά ανέκδοτα
Οικογενειακα-ανεκδοτα, Οικογενειακά
Παιδικά ανέκδοτα
Πολιτικά ανέκδοτα
Ποντιακά, Ποντιακα ανεκδοτα
Πως Λέγεται?
Σύντομα ανέκδοτα, Συντομα ανεκδοτα
Τοπικα Ανεκδοτα, Τοπικά
Български
English
Deutsch
Español
Русский
Français
Italiano
ελληνικά
Македонски
Türkçes
Українські
Portugal
Poland
Sweden
Dutch
Danish
Norwegian
Finnish
Hungarian
Romanian
Czech
Lithuanian
Latvian
Croatian
My Jokes
Edit Profile
Logout
νέα ανέκδοτα
Οικογενειακα-ανεκδοτα, Οικογενειακά
Ανάπαυση;
Ανάπαυση;
Το ζευγάρι τσακώνονταν συνεχώς, κάποια φορά η γυναίκα λέει:
"Ρε άει στον διάολο !"
Ο σύζυγος το πήρε πολύ βαριά και αποφάσισε να πεθάνει,
Οπότε πήγε στο νεκροταφείο μπήκε σε ένα τάφο και σκεπάστηκε με την πλάκα.
Η γυναίκα τον έψαχνε από δω, τον έψαχνε από κει, τίποτα.
Περνάει κι από το νεκροταφείο και βλέπει τον φύλακα:
"Ε, κυρ-Γιάννη μήπως είδες τον άντρα μου;"
"Όχι κυρά μου"
Την λέει, αλλά της κλείνει το μάτι με νόημα:
Θα το τακτοποιήσω, μην ανησυχείς.
Ο φύλακας λοιπόν συνέλαβε σχέδιο πονηρόν:
Με το που νύχτωσε, άρχισε να χτυπάει όλους τους τάφους
ΤΟΚ ΤΟΚ και φώναζε:
"Ε σηκωθείτε, όλοι, έχουμε δουλειά"
Πάει και στον σύζυγο από πάνω και χτυπούσε:
"Εσύ σήκω έχουμε δουλειά είπα"
Τώρα ο τύπος μέσα στον τάφο λέει
"Μα είμαι πεθαμένος! Τι θέλει αυτός;"
Πάλι ο φύλακας να χτυπά την πλάκα από πάνω ΤΟΚ ΤΟΚ
"Εσύ σήκω είπα, όλοι δουλεύουν, τι κάθεσαι;"
Οπότε ο τύπος ανοίγει την πλάκα και του λέει ο φύλακας:
"Λοιπόν πάρε αυτό το καροτσάκι και μετάφερε εκείνα τα μπάζα
Με τους άλλους, να εκεί στην οικοδομή, όλοι μαζί"
Τι να κάνει; παίρνει ένα καροτσάκι και μετέφερε όλο το βράδυ τα χώματα.
Δεν έβλεπε και κανέναν άλλο, σου λέει εμείς οι πεθαμένοι δεν βλεπόμαστε !
Πρόσεχε μην τον χτυπήσουν και τίποτα (αόρατα) καροτσάκια των άλλων.
Με το που άρχισε να ξημερώνει "Εντάξει, τέλος, όλοι μέσα, αύριο πάλι"
Φώναζε ο φύλακας. Ο τύπος λοιπόν, λερωμένος, κουρασμένος
Κρύβεται να μην τον δούν και, μόλις βρίσκει ευκαιρία, φεύγει τρέχοντας.
Ο φύλακας (χαρούμενος για την επιτυχία) έκανε ότι δεν τον είδε.
Επιστρέφει λοιπόν ο τύπος σπίτι του και όπως γυρνούσε,
Βλέπει στην γειτονιά μια αγρυπνία για έναν πεθαμένο.
Μπαίνει μέσα, κόσμος πολύς, να κλαίει η γυναίκα του νεκρού:
"Ααααααχ αντρούλη μου, θα ξεκουραστείς τώρα και μένα μ άφησες
Ααααααχ που όλο έσκαβες και κουραζόσουν"
Ο τύπος λοιπόν πάει στο αυτί του πεθαμένου και του λέει:
"Μεγάλε, όταν ρίξουν τα μπετά, την έβαψες."
19
0
4
Προηγούμενη
Οικογενειακα-ανεκδοτα, Οικογενειακά
Επόμενη
Το ζευγάρι τσακώνονταν συνεχώς, κάποια φορά η γυναίκα λέει:
"Ρε άει στον διάολο !"
Ο σύζυγος το πήρε πολύ βαριά και αποφάσισε να πεθάνει,
Οπότε πήγε στο νεκροταφείο μπήκε σε ένα τάφο και σκεπάστηκε με την πλάκα.
Η γυναίκα τον έψαχνε από δω, τον έψαχνε από κει, τίποτα.
Περνάει κι από το νεκροταφείο και βλέπει τον φύλακα:
"Ε, κυρ-Γιάννη μήπως είδες τον άντρα μου;"
"Όχι κυρά μου"
Την λέει, αλλά της κλείνει το μάτι με νόημα:
Θα το τακτοποιήσω, μην ανησυχείς.
Ο φύλακας λοιπόν συνέλαβε σχέδιο πονηρόν:
Με το που νύχτωσε, άρχισε να χτυπάει όλους τους τάφους
ΤΟΚ ΤΟΚ και φώναζε:
"Ε σηκωθείτε, όλοι, έχουμε δουλειά"
Πάει και στον σύζυγο από πάνω και χτυπούσε:
"Εσύ σήκω έχουμε δουλειά είπα"
Τώρα ο τύπος μέσα στον τάφο λέει
"Μα είμαι πεθαμένος! Τι θέλει αυτός;"
Πάλι ο φύλακας να χτυπά την πλάκα από πάνω ΤΟΚ ΤΟΚ
"Εσύ σήκω είπα, όλοι δουλεύουν, τι κάθεσαι;"
Οπότε ο τύπος ανοίγει την πλάκα και του λέει ο φύλακας:
"Λοιπόν πάρε αυτό το καροτσάκι και μετάφερε εκείνα τα μπάζα
Με τους άλλους, να εκεί στην οικοδομή, όλοι μαζί"
Τι να κάνει; παίρνει ένα καροτσάκι και μετέφερε όλο το βράδυ τα χώματα.
Δεν έβλεπε και κανέναν άλλο, σου λέει εμείς οι πεθαμένοι δεν βλεπόμαστε !
Πρόσεχε μην τον χτυπήσουν και τίποτα (αόρατα) καροτσάκια των άλλων.
Με το που άρχισε να ξημερώνει "Εντάξει, τέλος, όλοι μέσα, αύριο πάλι"
Φώναζε ο φύλακας. Ο τύπος λοιπόν, λερωμένος, κουρασμένος
Κρύβεται να μην τον δούν και, μόλις βρίσκει ευκαιρία, φεύγει τρέχοντας.
Ο φύλακας (χαρούμενος για την επιτυχία) έκανε ότι δεν τον είδε.
Επιστρέφει λοιπόν ο τύπος σπίτι του και όπως γυρνούσε,
Βλέπει στην γειτονιά μια αγρυπνία για έναν πεθαμένο.
Μπαίνει μέσα, κόσμος πολύς, να κλαίει η γυναίκα του νεκρού:
"Ααααααχ αντρούλη μου, θα ξεκουραστείς τώρα και μένα μ άφησες
Ααααααχ που όλο έσκαβες και κουραζόσουν"
Ο τύπος λοιπόν πάει στο αυτί του πεθαμένου και του λέει:
"Μεγάλε, όταν ρίξουν τα μπετά, την έβαψες."