Είναι σε ένα κουρείο, μέρα μεσημέρι, ο κλασικός μπαρμπέρης της γειτονιάς επί το έργον...
Εκεί που ψαλιδίζει φαβορίτες, σκάει μύτη από την πόρτα ένας τύπος:
- Φίλε σε πόση ώρα μπορείς να με κουρέψεις;
Κοιτάει ο κουρέας δεξιά, κοιτάει αριστερά... κόσμος...
- Ε, σε δυο ώρες!
- Εντάξει λέει ο τυπάκος και φεύγει τρέχοντας.
Μετά από μερικές μέρες, ξανάρχεται βιαστικός ο ίδιος πελάτης. Βάζει το κεφάλι του στο μαγαζί και λέει στον κουρέα:
- Φίλε σε πόση ώρα μπορείς να με κουρέψεις;
Τον κοιτάει ο κουρέας:
- Ε, σε κάνα δυο ωρίτσες...
- OK, λέει ο τυπάκος και φεύγει βιαστικά.
Το ίδιο σκηνικό μια βδομάδα μετά..., εκεί που κουρεύει ένα περουκίνι, του έρχεται ο γνωστός τυπάκος, βιαστικός και καταϊδρωμένος.
- Φίλε σε πόση ώρα αι είναι θα με κουρέψεις;
- Ε, θέλω τρεις ώρες. Έχω κόσμο σήμερα.
Και πριν πει άλλη κουβέντα, ο τυπάκος έχει ήδη εξαφανιστεί!
Τι διάολο, κάθε λίγο και λιγάκι η ίδια ιστορία... αναρωτιέται ο κουρέας.
- Να σου πω, λέει στο βοηθό του, με έχει ανησυχήσει αυτός ο περίεργος. Έρχεται ίσα-ίσα να ρωτήσει πόση ώρα θα περιμένει και ποτέ δεν κάθεται! παρτον από πίσω να μου πεις τι συμβαίνει και που πάει κάθε φορά τρέχοντας.
Οπότε την επόμενη φορά, με το που επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό και ο τυπάκος φεύγει τρέχοντας από το κουρείο, ο βοηθός τον ακολουθεί...
Όταν επιστρέφει στο αφεντικό του είναι κάθιδρος και χλωμός...
- Τι έγινε; τι τρέχει μʼ αυτόν; ρωτάει ο κουρέας.
Ο βοηθός δεν απαντάει...
- Πες μου! που πηγαίνει κάθε φορά μετά από εδώ; επιμένει και κραδαίνει το ψαλίδι ο κουρέας
Ο Βοηθός απαντάει ψελλίζοντας...
- Σπίτι σου...