Ευτυχισμένο ήτανε το ζευγάρι. Καλός εκείνος, καλή κι εκείνη αγαπιόντανε καλά κι ας είχανε περάσει χρόνια απ όταν ευλογηθήκανε. Είχανε ξεπουλιάσει τα κοπέλια, είχανε παντρευτεί κι είχανε πιάσει φύλα και φτερά ...
Μοναδικός σύντροφος του ζευγαριού στα γεράματα η πεθερά η μάνα τσι γυναίκας δηλαδή ένας καλός άνθρωπος που ήτανε όμως παράλυτη. Αγόγγυστα τη σήκωνε ο γαμπρός τσι τη μια να τήνε πάει στον ήλιο την άλλη στον ασκιανό. Φορά δεν του πε η γυναίκα ντου {πάρε τη μάνα μου και βάλε τήνε εκειε} και να μην τση κάμει το χατίρι. Κάποτε κι ενώ περιμένανε να ποθάνει η πεθερά ένας ξαφνικός κόλπος έριξε κάτω το... Γαμπρό.
Στο μοιρολόι η κερά δεν ξέχασε τσι καλοσύνες του άντρα τζη και τσι περιποιήσεις του για τη μάνα τζη. (Η μάνα μου μ απόμεινε, βλαστέ μου, κι ήντα θα τήνε κάμω εδά αητέ μου που μόνο να σου το λεγα, καμάρι μου ντελόγο τήνε σήκωνες, κλωνάρι μου, και πάντα μου την κάθιζες, καλέ μου, όπου θελά σου δείξω ,καντηφέ μου, και ΄δα άπου μ ΄απόθανες, καμάρι μου, ποιος θα μου την καθίζει, κανακάρη μου)