Πήγε ο Πόμπος να εξομολογηθεί:
- Πάτερ μου, αμάρτησα.
- Τι έκανες, παιδί μου;
- Έκανα σχέση με μία κοπέλα. Πήγα να την δω σπίτι της, και η μάνα της έλειπε για ψώνια, ο κύρης της ήταν στην δουλειά και η αδερφή της ήταν στα καταστήματα. Είμασταν μόνοι μας. Και έξω έβρεχε πολύ... Ε, και το κάναμε...
- Τι λες ρε; Μια βδομάδα νηστεία, και να μην το ξανακάνεις.
Την άλλη βδομάδα ξαναπάει ο Πόμπος.
- Πάτερ μου, αμάρτησα.
- Τι έκαμες πάλι, ρε;
- Ε, πήγα να δώ την κοπέλα στο σπίτι της, και έλειπε. Και η μάνα της έλειπε για ψώνια, ο κύρης της ήταν στην δουλειά. Είμασταν μόνοι μας με την αδερφή της. Και έξω έβρεχε πολύ... Ε, και το κάναμε...
- Τι έκανες λέει; Κωλόπαιδο. Δύο βδομάδες νηστεία, βρε! Και να μην το ξανακάνεις.
Μετά από τις δύο βδομάδες ξαναπάει ο Πόμπος.
- Πάτερ μου, αμάρτησα.
- Τι έκαμες πάλι, ρε;
- Ε, πήγα να δώ την κοπέλα στο σπίτι της, και έλειπε. Και η αδερφή της έλειπε και ο κύρης της ήταν στην δουλειά. Είμασταν μόνοι μας με την μάνα της. Και έξω έβρεχε πολύ... Ε, και το κάναμε...
- Τι έκανες λέει; Δεν ντρέπεσαι καθόλου; Ένα μήνα νηστεία, βρε! Και να μην το ξανακάνεις!
Σε ένα μήνα ξαναπάει ο Πόμπος.
- Πάτερ μου, αμάρτησα.
- Τι έκαμες πάλι, σκύλου γέννα;
- Ε, πήγα να δώ την κοπέλα στο σπίτι της, και έλειπε. Και η μάνα της έλειπε για ψώνια, και η αδερφή της έλειπε. Είμασταν μόνοι μας με τον κύρη της. Και έξω έβρεχε πολύ... Ε, και το κάναμε...
- Ρε κωλόπαιδο! Αρχίδι! Δεν μου έρχονται λέξεις να σε περιγράψω! Φύγε να μην σε βλέπω!
- Μα που να πάω, παπά μου; Είμαστε και μόνοι μας... Και έξω βρέχει πολύ...