Μπερδέματα.
Πάνε τρεις άντρες στον παράδεισο. Όμως στην μεγάλη πύλη τους σταματάει ο Αγιος Πέτρος και τους αναγγέλλει πως θα περνούσε μόνο ένας την πύλη, αυτός που πέθανε με τον ποιο βάρβαρο τρόπο. Ρωτάει τον πρώτο:
- Εσύ πως πέθανες;
- Εγώ μένω στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Γύρισα μια μέρα σπίτι μου και είδα την γυναίκα μου γυμνή στο κρεβάτι. Μωρή της λέω με κεράτωσες; Και άρχισα να ψάχνω τον εραστή παντού. Αφού δεν τον βρήκα βγήκα στο μπαλκόνι να πάρω λίγο αέρα και ξαφνικά βλέπω έναν άντρα κρεμασμένο στα συρματόσχοινα! Τότε από τα νεύρα μου άρχισα να του χτυπάω τα χέρια. Μετά αφού δεν έπεφτε πήρα ένα σφυρί κι άρχισα να τον κοπανάω και τέλος αφού έπεσε τον βλέπω και ξανασηκώνεται. Παίρνω κι εγώ το ψυγείο του σπιτιού μου και του το πετάω. Εγώ μετά από την χαρά μου που τον σκότωσα άρχισα να χοροπηδάω στο μπαλκόνι, παραπάτησα, έπεσα και σκοτώθηκα! λέει ο πρώτος.
- Εσύ πως πέθανες; ρωτάει τον δεύτερο.
- Εγώ μένω στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Μια μέρα βγήκα να απλώσω στο μπαλκόνι κάτι ρούχα παραπατάω πέφτω και κρατιέμαι από τα συρματόσχοινα του τέταρτου ορόφου. Κι εκεί που φώναζα βοήθεια βλέπω ένα γείτονα και αντί να με βοηθήσει άρχισε να με κοπανάει με ένα σφυρί και να με βρίζει. Εγώ δεν άντεξα κι έπεσα. Κι όταν σηκώθηκα και είπα δόξα το Θεό που είμαι καλά βλέπω ένα ψυγείο να έρχεται κατά πάνω μου. Έτσι πέθανα εγώ!
- Εσύ πως πέθανες; ρωτάει και τον τελευταίο.
- Εγώ, Αγιε μου Πέτρο, το τελευταίο που θυμάμαι είναι πως ήμουν μέσα σε ένα ψυγείο!