Λοιπόν, το τυπάκι (γυαλάκια, ντύσιμο πωλητή, 1.50) σκάει στο μπάρ, όπου σερβίρει ένας πελώριος μαύρος μπάρμαν.
Περιμένει υπομονετικά μέχρι που το βλέμμα του πελώριου μαύρου μπάρμαν να πέσει πάνω του.
Mαζεύει το κουράγιο του, και λέει:
- Eεε, καλημέρα σας. Μήπως θα μπορουσατε... άν έχετε την καλοσύνη, να μου δώσετε ένα ουίσκι παρακαλώ;
Ο μπάρμαν τον κοιτάει άγρια και του λέει:
- Τι είναι αυτά ρε παλιοφλώρε; Έτσι το ζητάνε το ουίσκι; Φέρσου σαν άντρας! Τελος πάντων, πιες τώρα, άλλα την άλλη φορά θα πρέπει να μου το ζητήσεις σωστα.
Το τυπάκι λοιπόν, πίνει το ουίσκι του και φεύγει.
Tην άλλη μέρα βρίσκεται πάλι εκει.
- Eεε, καλημέρα σας. Μήπως θα μπορουσατε, άν δεν σας κάνει κόπο και δεν σας βάζω σε μπελάδες, να μου δώσετε ένα ουίσκι;
Ο Μπάρμαν έχει σαλτάρει.
- Τί είναι αυτά που λές ρε σκατόφλωρε; Περιμένεις να σου δώσω και ουίσκι; Τι σκατά σου συμβαίνει; Για μόστρα τα φοράς τα παντελόνια; Φέρσου ρε σαν άντρας! Τι να σου κάνω που είμαι και καλός. Άντε, πιές τώρα, και την επόμενη φορά προσπάθησε να μην είσαι τόσο χέστης!
Πίνει λοιπόν ο τύπος το ουίσκι του, και την άλλη μέρα πάλι έκει.
- Eεε, καλημέρα σας. Μήπως θα γινόταν να μου δίνατε ένα ουίσκι, αν έχετε την ευχαρίστηση;
Ο μπάρμαν έχει βγεί απ τα ρούχα του.
- Κοίτα, του λέει, μπές εσύ απο μέσα, και θα σου δείξω πως το κάνουν.
Πάει λοιπόν το τυπάκι μέσα και ο πελώριος μαύρος μπάρμαν βγαίνει έξω.
Παίρνει το πιό άγριο ύφος του, και λέει:
- Πιάσε ένα ουίσκι!
- Λυπάμαι, αλλά δεν σερβίρουμε μαύρους.