Ο λαγός είχε πολύ άχτι τον λύκο, εξαιτίας όλων των ιστοριών που ο λύκος τρώει τον λαγό, και έψαχνε αφορμή για να τον δείρει.
Οπότε την Κυριακή στο συμβούλιο των ζώων λέει ο λαγός στον λύκο:
- Λύκε, γιατί δεν φοράς καπέλο;
- Ε, δεν είχα, ρε λαγέ, λέει ο λύκος.
Αυτό ήταν, βρίσκει την αφορμή ο λαγός, σπάει τον λύκο στο ξύλο...
Την επόμενη Κυριακή λέει ο λαγός:
- Λύκε, γιατί δεν φοράς καπέλο;
- Ε, δεν πρόλαβα να αγοράσω, ρε λαγέ, λέει ο λύκος.
Ξαναβρίσκει την αφορμή ο λαγός, σπάει τον λύκο στο ξύλο...
Μετά ο λαγός σκέφτεται ότι μάλλον αυτήν την βδομάδα θα έχει πάρει ο λύκος καπέλο, και δεν θα πιάνει η δικαιολογία.
Πάει λοιπόν και ρωτά την κουκουβάγια, το σοφό πουλί του δάσους, τι να πει στον λύκο, για να βρει δικαιολογία να τον δείρει.
- Α, λέει η κουκουβάγια, είναι πολύ απλό. Θα τον στείλεις να σου πάρει τσιγάρα. Αν σου φέρει μαλακό θα του πεις:
"Γιατί δεν έφερες σκληρό;" Και το αντίθετο... Έτσι θα μπορέσεις να τον πλακώσεις στο ξύλο πάλι.
Έρχεται η Κυριακή, στο συμβούλιο των ζώων λέει ο λαγός:
- Λύκε, έλα δω.
- Ε, χίλια συγνώμη, λαγέ, λέει ο λύκος, αλλά πάλι δεν κατάφερα να πάρω καπέλο.
- Καλά, λέει ο λαγός. Δεν πειράζει. Θα πας να μου πάρεις τσιγάρα;
- Φέρε λεφτά.
Του δίνει τα λεφτά ο λαγός, κάνει τρία βήματα ο λύκος, γυρίζει και ρωτάει:
- Μαλακό ή σκληρό;
Και ο λαγός απαντάει:
- Γιατί δεν φοράς καπέλο;