Πάνω στα βουνά στη στάνη του ήταν αποκλεισμένος για 2 μήνες ο Μήτσος.
Είχε να πάει για πάρα πολύ καιρό με γυναίκες και αποφάσισε να πηδάει κάθε μέρα και από μια προβατίνα του.
Έτσι και έκανε κάθε μέρα και από μία, ο καιρός περνούσε και τις είχε πηδήξει όλες. To μόνο που δεν είχε πηδήξει ήταν το κριάρι αλλά δεν ήταν και εύκολος αντίπαλος.
Το κυνηγούσε από το πρωί ως το βράδυ. Ώσπου μια ημέρα ο Μήτσος κατέβασε τα παντελόνια του και πλησιάζοντας σιγά-σιγά το κριάρι από πίσω, την ώρα που αυτό έτρωγε, αρπάζοντας το από τα κέρατα του την έχωσε. Το κριάρι άρχισε να τρέχει αλαφιασμένο αλλά ο Μήτσος το κρατούσε γερά από τα κέρατα.
Αρχίσανε να περνάνε λόφους, ποτάμια, γκρεμούς κάποια στιγμή φτάνουν στο χωριό του το διασχίζουν όλο και βγαίνοντας από το χωριό τον βλέπουν δύο γριούλες. Και λέει η μία στην άλλη:
- Κοίτα να δεις το Μήτσο! Βρακί δεν έχει να βάλει στον κώλο του, η μοτοσικλέτα τον μάρανε!