Δύο φίλοι θέλουν να βγουν έξω να τα πιουν, αδειάζουν τις τσέπες τους και έχουν μόνο 5 ευρώ συνολικά.
Γυρνάει ο ένας και λέει:
- Έχω μία ιδέα.
Παίρνει τα 5 ευρώ, μπαίνει σε ένα χασάπικο και αγοράζει ένα τεράστιο λουκάνικο. Ο άλλος του λέει:
- Ρε συ, μαλάκας είσαι; Ούτε μια μπύρα δεν θα πιούμε; Τί το ήθελες το λουκάνικο;
- Ακου τί θα κάνουμε. Θα πηγαίνουμε στα καλύτερα μαγαζιά, θα καθόμαστε σε σημείο που μας βλέπουν όλοι, θα πίνουμε, θα πίνουμε και όταν φτάνει η ώρα του λογαριασμού, θα ανοίγω το φερμουάρ, θα βάζω το λουκάνικο και εσύ θα πέφτεις στα γόνατα, κλπ. Καταλαβαίνεις; Δεν μπορεί, θα μας πετάξουν έξω με τις κλωτσιές και δεν θα πληρώνουμε τίποτε!
- Φοβερό, λέει ο άλλος.
Πραγματικά, το κάνουν και σε κάθε μαγαζί τους πετάγαν έξω. Κοντά στο ξημέρωμα, από την σούρα δεν βλέπει ο ένας τον άλλο.
- Λοιπόν, φίλε μου, θα πάμε για ένα τελευταίο ποτό.
- Να πάμε. Όμως, ρε μεγάλε, δεν πάει άλλο. Δεν μπορώ άλλο. Με πονάει η μέση μου... Πονάνε τα γόνατά μου... Έχει μουδιάσει το στόμα μου... Δεν μπορώ άλλο!
- Καλά, γκρινιάζεις, αλλά αυτό που έχεις πάθει εσύ, δεν είναι τίποτε μπροστά σε αυτό που έχω πάθει εγώ.
- Τί έχεις πάθει εσύ; ρωτά ο άλλος.
- Αστα, έχω χάσει το λουκάνικο από το πρώτο μαγαζί...