Ένα χειμωνιάτικο βράδυ ο κυρ-Γιώργης γύριζε κουρασμένος από τη δουλειά.
Καθώς προχωρούσε κατά μήκος του ήσυχου συνοικιακού δρόμου που βρισκόταν το σπίτι του, βλέπει τον φίλο του τον Νώντα να κάθεται σκεφτικός στα σκαλοπάτια του δικού του σπιτιού, που βρισκόταν στον ίδιο δρόμο και σε μικρή απόσταση από το δικό του.
- Τί συμβαίνει,Νώντα; Γιατί κάθεσαι εδώ με τέτοιο κρύο;
- Τί να γίνει, ρε Γιώργη, να... καπνίζει το τζάκι μου απόψε και βγήκα να πάρω μια ανάσα, με έπνιξε, βλέπεις ο καπνός...
- Α! Αυτό δεν είναι πρόβλημα,αδελφέ! Εγώ ξέρω από τέτοια, πάω μέσα να βρω την αιτία αμέσως...
Ανέβηκε τα λιγοστά σκαλιά τρέχοντας και πριν προλάβει ο Νώντας να πει λέξη, έσπρωξε τη πόρτα και μπήκε μέσα. Την ίδια στιγμή όμως μπαμ! του ήρθε ένα κούτσουρο, από κείνα που ήσαν δίπλα στο τζάκι, στο κεφάλι, ενώ μια γυναικεία φωνή ακούστηκε να στριγγλίζει και να λέει.
- Τόλμησες και μπήκες μέσα πάλι, βρε μπεκρούλιακα; Τσακίσου και βγες έξω, εκεί, στα σκαλιά θα κοιμηθείς απόψε...
Γύρισε ο καημένος ο κυρ-Γιώργης μπρος πίσω και κατέβηκε τα σκαλιά.
Περνώντας δίπλα από τον Νώντα που καθόταν εκεί, στην ίδια θέση ακούνητος, τον χτύπησε με συμπόνια στην πλάτη και του είπε.
- Μη στενοχωριέσαι, ρε φίλε! Πολλές φορές και το δικό μου τζάκι καπνίζει, τί να κάνουμε;