Ήταν ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας, και πήγανε στη Αφρική για σαφάρι. Εκεί που προχωρούσαν βλέπουν ένα ξέφωτο. Κάνει ο Γιωρίκας:
- Κωστίκα, εδώ θα κάνουμε το σπίτι μας και αφού το φτιάξουμε θα πάμε για κυνήγι. Την άλλη μέρα ξυπνά ο Γιωρίκας και κάνει στον Κωστίκα που κοιμάται:
- Ξύπνα Κωστίκα, πάμε για κυνήγι. Ο Κωστίκας το σκέφτηκε καλύτερα και του λέει ότι άλλαξε γνώμη και δεν θα πάει. Στο τέλος πάει ο Γιωρίκας μόνος του. Εκεί που προχωράει πετάγεται ένα λιοντάρι μπροστά του. Το κοιτάει ο Γιωρίκας αγριεμένος, τον κοιτάει και το λιοντάρι και εκεί που άρχισε να βρυχάται το λιοντάρι ο Γιωρίκας το βάζει στα πόδια. Τρέχει ο Γιωρίκας και από πίσω του το λιοντάρι... Όταν έφτασε στο τέλος ο Γιωρίκας στο σπίτι του, φωνάζει:
- Κωστίκα άνοιξε την πόρτα. Ανοίγει ο Κωστίκας και εκείνη την στιγμή ορμά το λιοντάρι να πιάσει τον Γιωρίκα. Σκύβει ο Γιωρίκας και μπαίνει το λιοντάρι μέσα στο σπίτι. Κλείνει ο Γιωρίκας την πόρτα και κάνει στον Κωστίκα:
- Γδάρε αυτό. Πάω να φέρω άλλο.