Σε ένα πολυτελέστατο κατάστημα δερμάτινων ειδών μπαίνει, μία μέρα, μία κύρια, φορώντας μία γούνα βιζόν που κρέμεται μέχρι το πάτωμα.
Ο καταστηματάρχης ευχαριστώντας από μέσα του την τύχη που του έφερε μία καλή πελάτισσα, επιτέλους στο μαγαζί του, τρέχει να την εξυπηρετήσει.
- Τι θα θέλατε κυρία μου;
- Θα ήθελα μία τσάντα βραδινή, κύριε μου, ότι καλύτερο έχετε στο μαγαζί σας.
Ο καταστηματάρχης κατεβάζει μία τσάντα από το ράφι και της τη δείχνει.
- Κυρία μου, αυτή η τσάντα είναι από δέρμα φιδιού, ένα σπάνιο είδος που ζούσε κάποτε στην Αφρική και δεν υπάρχει πια και κοστίζει 2.000 ευρώ.
- Κύριε μου σας είπα ότι καλύτερο έχετε στο μαγαζί σας.
Ο καταστηματάρχης κατεβάζει μία άλλη τσάντα και της τη δείχνει.
- Κυρία μου, η τσάντα αυτή είναι από δέρμα κροκόδειλου, ένα σπάνιο είδος που ζούσε κάποτε στην Ινδία και δεν υπάρχει πια και κοστίζει 3.000 ευρώ.
- Κύριέ μου με κουράζετε και κουράζεστε και εσείς. Σας είπα ότι καλύτερο έχετε στο μαγαζί σας.
Ο καταστηματάρχης έχει αρχίσει και τα παίρνει στο κρανίο. Ανεβαίνει στο πατάρι και της κατεβάζει ένα μικρό τσαντάκι και της λέει.
- Κυρία μου, αυτό το τσαντάκι είναι ότι καλύτερο έχω στο μαγαζί μου και κάνει 15.000 ευρώ.
Κατάπληκτη εκείνη τον ρωτά:
- Καλά από τι είναι και κάνει 15.000 ευρώ;
- Κυρία μου, αυτό το τσαντάκι είναι από πουτσόδερμα κι αν το γλείψεις γίνεται βαλίτσα.