Κάποιος ιδιοκτήτης φάρμας μαθαίνει ότι στο χωρίο Πρόμαχοι πουλάει κάποιος κτηνοτρόφος αγελάδες.
Αποφασίζει λοιπόν να πάει να αγοράσει. Φτάνοντας στο χωριό ρωτάει στην πλατεία έναν χωριάτη αν γνωρίζει που είναι ο στάβλος αυτού που πουλάει αγελάδες. Τον καθοδηγούν και κατευθύνεται στον στάβλο που του υπέδειξαν οπού συναντά και τον κτηνοτρόφο:
- Καλημέρα.
- Καλημέρα και σε σένα.
- Έμαθα ότι πουλάς αγελάδες.
- Ναι πουλάω μια μαύρη.
- Μόνο μια μαύρη;
- Ε ναι .. πουλάω και μια άσπρη.
- Ποια είναι πιο βαριά η μαύρη ή η άσπρη;
- Α! η μαύρη είναι 250 κιλά.
- Και η άσπρη;
- Και η άσπρη 250 κιλά είναι.
- Χμμ... κάνει ο τύπος και ξύνει το κεφάλι του.
- Ποια βγάζει ποιο πολύ γάλα;
- Α! η μαύρη 50 κιλά γάλα στο άρμεγμα.
- Και η άσπρη;
- Και η άσπρη 50 βγάζει
Δε πάμε καλά σκέφτεται αυτός...
- Ρε φίλε ποια δε κλοτσάει τον κουβά η μαύρη ή η άσπρη;
- Α! η μαύρη ποτέ δε τον κλοτσάει.
- Και η άσπρη;
- Ε και αυτή.
- Ε αι στο διάολο θα με τρελάνεις λέει ο τύπος και φεύγει μπαρουτιασμένος. Φτάνοντας στην πλατεία του χωριού σταματά να πει τον πόνο του σε ένα χωριάτη που καθόταν στην πλατεία.
- Ρε φίλε να σε ρωτήσω κάτι; αυτός ο τύπος που πουλά αγελάδες τρελός είναι;
- Ποιον λες αυτόν που πουλά μια μαύρη και μια άσπρη αγελάδα;
- Ναι γεια σου.
- Χμμ ήθελε να σου πουλήσει την μαύρη ε;
- Ναι που το κατάλαβες; ξέρεις γιατί;
- Ε ναι η μαύρη είναι δικιά του.
- Και η άσπρη;
- Και η άσπρη δικιά του είναι...