Αρρώστησε η μητέρα του Γιωρίκα, και έπρεπε να πάει να την δει. Αποφάσισε να αφήσει λοιπόν στην θέση του στο μπαρ τον Κωστίκα, και άρχισε να του δίνει συμβουλές.
- Λοιπόν, τα πράγματα είναι απλά. Όλοι οι πελάτες εδώ είναι καλοί και φιλικοί. Το πιο δύσκολο που έχεις να αντιμετωπίσεις είναι κάποιοι κωφάλαλοι που έρχονται εδώ κάθε βράδυ.
- Καλά, ρε Γιωρίκα, αφού είναι κωφάλαλοι πώς θα ξέρω τι θέλουν; ρωτάει ο Κωστίκας.
- Α, το έχουμε ταχτοποιήσει αυτό. Εγώ με αυτούς έχουμε βρει συνθήματα. Όταν σου δείχνουν ένα δάχτυλο, θα τους πηγαίνεις Gordons, όταν σου δείχνουν 2, θα τους πηγαίνεις βότκα και όταν σου δείχνουν 3 θα τους πηγαίνεις ουίσκι...
Το επόμενο απόγευμα στο μαγαζί έρχονται και οι κωφάλαλοι.
Δείχνουν 1 με το δάχτυλο, του πάει Gordons. Δείχνουν 2, τους πάει βότκα. Δείχνουν 3, τους πάει ουίσκι.
Μετά από λίγο βλέπει και τους 3 να κοιτάνε το ταβάνι με τα στόματα ανοιχτά. Δεν ξέρει τί σημαίνει αυτό και τηλεφωνεί στον Γιωρίκα.
- Α, έλα ρε, αυτό δεν είναι τίποτε, λέει ο Γιωρίκας!
- Τότε τί έχουν πάθει; ρωτάει ο Κωστίκας;
- Τίποτε ρε... Μεράκλωσαν και τραγουδάνε...