O Κυριάκος ήταν ένας Έλληνας μετανάστης που είχε δουλέψει όλη τη ζωή του. Ό,τι έβγαζε, το έκανε κομπόδεμα αλλά ήταν απίστευτα τσιγκούνης και δε χαιρόταν τα χρήματά του.
Κάποτε αρρώστησε σοβαρά και λίγο πριν πεθάνει λέει στη σύζυγό του.
- Κούλα, όταν πεθάνω, θέλω να μαζέψεις όλα μου τα χρήματα και να τα βάλεις στην κάσα. Θέλω να πάρω τα λεφτά μαζί μου στην επόμενη ζωή.
Έτσι έπεισε τη Κούλα να του υποσχεθεί, με όλη της την καρδιά, πως όταν εκείνος θα πέθαινε, αυτή θα φρόντιζε να βάλει όλα τα χρήματα στην κάσα μαζί του.
Όταν λοιπόν κάποια στιγμή πέθανε, ο Κυριάκος ήταν ξαπλωμένος στο φέρετρο, η γυναίκα του καθόταν εκεί δίπλα μαυροντυμένη φωνάζοντας «Κυριάκο, αγάπη μου, πού πας;» και η κολλητή της φίλη Λίτσα καθόταν δίπλα της.
Όταν τελείωσε η τελετή, και την ώρα που ο παπάς ετοιμαζόταν να κλείσει το φέρετρο, η σύζυγος φωνάζει:
- «Μια στιγμή!». Η Κούλα τότε έβαλε ένα μικρό μεταλλικό κουτί μέσα στο φέρετρο. Και μετά ο παπάς έκλεισε το φέρετρο και άρχισαν να το κατεβάζουν.
Λέει λοιπόν η Λίτσα:
- Κούλα, ξέρω ότι δε θα ήσουν τόσο χαζή ώστε να βάλεις όλα τα λεφτά του μέσα στο φέρετρο μαζί του.
- Άκου Λίτσα μου. Είμαι Χριστιανή Ορθόδοξη και δε μπορώ να αθετήσω τον λόγο μου. Υποσχέθηκα στον Κυριάκο ότι θα του έβαζα τα χρήματά του στην κάσα του.
- Μου λες δηλαδή ότι έβαλες όλα τα λεφτά στην κάσα του;
- Φυσικά και το έκανα. Τα μάζεψα όλα μαζί, τα έβαλα στον λογαριασμό μου, και του έκοψα μία επιταγή. Αν μπορεί να την εξαργυρώσει, θα μπορεί να τα ξοδέψει κιόλας.