Ένα ζεστό και ηλιόλουστο καλοκαίρι, ενώ το μυρμήγκι κουρασμένο και καταϊδρωμένο κουβαλούσε, χωρίς να παραπονιέται, τις προμήθειές του για τον χειμώνα, εμφανίζεται μπροστά του ο κυρ Τζίτζικας.
Οδηγούσε ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο τζιπ και μαζί του ήτανε δύο Σουηδέζες. Πίσω, είχε εξοπλισμό για τη θάλασσα καθώς και θαλάσσια σκι. «Έλα μαζί μας», λέει στο μυρμήγκι.
Το μυρμήγκι όμως σκέφτηκε πιο λογικά, και είπε από μέσα του ότι τον χειμώνα θα είναι στο σπιτάκι του με τις προμήθειές του ενώ ο τζίτζικας θα πεθαίνει από το κρύο.
Έτσι αρνήθηκε ευγενικά.
Την άλλη μέρα το πρωί, ενώ το μυρμήγκι κουρασμένο και καταϊδρωμένο κουβαλούσε, χωρίς να παραπονιέται, τις προμήθειές του για τον χειμώνα, ξανά-εμφανίζεται μπροστά του ο κυρ Τζίτζικας.
Οδηγούσε ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο τζιπ και μαζί του ήτανε και πάλι δύο Σουηδέζες.
Πίσω, είχε εξοπλισμό για τη θάλασσα καθώς και θαλάσσια σκι.
- «Έλα μαζί μας», ξαναείπε στο μυρμήγκι.
Το μυρμήγκι όμως φανερά ενοχλημένο αρνήθηκε ξανά. Αυτή η ιστορία συνεχιζότανε για όλο το καλοκαίρι, και τα νεύρα του μυρμηγκιού είχαν σπάσει.
Τελείωσε το καλοκαίρι, μπήκε το φθινόπωρο, ήρθε ο χειμώνας αλλά ούτε φωνή, ούτε ακρόαση από τον κυρ Τζίτζικα.
Μια πολύ βαριά χειμωνιάτικη μέρα, ενώ έξω χιόνιζε και φυσούσε δυνατά, το μυρμήγκι καθότανε στο ζεστό του το σπιτάκι, μπροστά από το τζάκι του τρώγοντας κάστανα και ήταν ευτυχισμένο.
Ξαφνικά ακούγονται τρία ξεψυχισμένα χτυπήματα στην πόρτα.
Το μυρμήγκι κατάλαβε ότι ήταν ο κυρ Τζίτζικας και σκέφτηκε:
- «Τόσο καιρό ερχόσουνα με τις Σουηδέζες και πήγαινες για μπάνια ενώ εγώ δούλευα σαν το σκυλί έ; Τώρα θα σου δείξω εγώ όμως.»
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει μπροστά του τον κυρ Τζίτζικα, με το γούνινό του το παλτό, τα γάντια του και τον σκούφο του και πίσω βλέπει ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο 4Χ4 Land Rover και μέσα δύο Σουηδέζες και πάλι.
- «Έλα μαζί μας για σκι» του προτείνει ο κυρ Τζίτζικας.
- «Ρε αϊ σιχτίρ, και αν δεις και τον Αίσωπο πες του να πάει να γαμηθεί»!