Έχει κατέβει ο Μήτσος από το χωριό για δουλειές στην Αθήνα. Τον φιλοξενεί μια θεία του. Την τελευταία μέρα της διαμονής του, και αφού έχει τελειώσει τις δουλειές του, κανονίζει να φύγει με έναν συγχωριανό του πολύ νωρίς το πρωί. Για να μη ξυπνήσει τη θεία του το πρωί, την χαιρετάει από βραδύς.
Αργά το βράδυ, τον πιάνει κατούρημα. Δεν ήθελε να αναστατώσει τη θεία του και κατούρησε ένα ενυδρείο με ψαράκια. Λίγο αργότερα όμως τον πιάνει και χέσιμο...
Τι να έκανε ο φουκαράς, μη θέλοντας να ξυπνήσει κανέναν βλέπει μια γλάστρα στο σαλόνι και τα κάνει εκεί μέσα.
Τελειώνεο το βράδυ και ο Μήτσος νωρίς το πρωί φεύγει για το χωριό.
Μετά από πέντε μήνες τον παίρνει τηλέφωνο η θεία του στο χωριό:
- Μήτσο μου είσαι καλά; όλα καλά;
- Ναι θεία μου, τι μπορώ να κάνω για σένα;
- Να βρε Μήτσο, μας κατούρησες τα χρυσόψαρα, ψόφησαν αλλά δεν πειράζει πήραμε άλλα... Πες μου όμως βρε Μήτσο που έχεις χέσει γιατί έχουμε αλλάξει τρία σπίτια και η μυρωδιά μας ακολουθεί!...