Αθήνα, κατακαλόκαιρο.
Καύσωνας 42 βαθμοί. Ούτε φύλλο δεν κουνιέται, όλα βράζουν. Ο κύριος Παπαδόπουλος, σε μια μονοκατοικία στην Νέα Σμύρνη, βγάζει τη μέρα του κάτω από το κρύο ντους για να μην λιποθυμήσει. Ξάφνου, χτυπάει το κουδούνι του. Ανοίγει βρεμένος με την πετσέτα και βλέπει έξω από την πόρτα του το βυτίο που μοιράζει πετρέλαιο για το καλοριφέρ.
- Ο κύριος Παπαδόπουλος; τον ρωτά ο οδηγός. Φέραμε το πετρέλαιο.
- Ποιο πετρέλαιο, άνθρωπέ μου; Είσαι σοβαρός; Ποιος σου είπε να φέρεις με αυτόν τον καύσωνα πετρέλαιο;.
- Εσείς, κύριε Παπαδόπουλε! Μας τηλεφωνήσατε σήμερα το πρωί!
- Εγώ;!... Σας μοιάζω για τρελός;, ουρλιάζει ο Παπαδόπουλος και μια υποψία τον κυριεύει.
Γυρνάει και κοιτάει τον παπαγάλο του, που σκύβει το κεφάλι ένοχα και το χώνει μέσα στα φτερά του.
"Ώστε, εσύ το κανες, πουλάκι μου...", σκέφτεται.
- Πόσους τόνους φέρατε;, ρωτάει τον οδηγό.
- Τριάντα μας ζητήσατε!
- Τριάντα τόνους πετρέλαιο! Μα δεν χωράνε στη δεξαμενή! Καλά, βάλτε όσο πάρει, εγώ θα πεθάνω, δεν μπορώ, πάω να μπω κάτω από το νερό να συνέλθω.
Και πάει προς το μπάνιο, μηνύοντας στο πουλί "εσένα θα σε κανονίσω αργότερα".
Όταν όλα τελείωσαν και το βυτίο έφυγε, ο κύριος Παπαδόπουλος βγαίνει, βουτάει τον παπαγάλο, τον κολλάει στον τοίχο, του ανοίγει τη μια φτερούγα, την καρφώνει, του ανοίγει την άλλη, την καρφώνει και τρέχει να ξαναμπεί κάτω από το ντους.
Γυρίζει στο πλάι το κεφάλι του ο παπαγάλος και βλέπει τον Εσταυρωμένο.
- Έι, ψιτ, εσύ!, του λέει. Πόσον καιρό είσαι εκεί;
- Ουου, απαντάει ο Χριστός. Ίσαμε δυο χιλιάδες χρόνια!
- Δυο χιλιάδες χρόνια;!, τρελαίνεται ο παπαγάλος. Καλά, άνθρωπέ μου, πόσο πετρέλαιο παράγγειλες εσύ;!