Είναι ο Ντορής, ο Ψαρής και η Ντόλ, τρία άλογα σέ μιά πολύ όμορφη και μεγάλη φάρμα.
Περνάνε καλά και ο Ντορής τα έχει με την Ντόλ. Η Ντόλ όμως ψιλογουστάρει και τον Ψαρή.
Ο Ψαρής δέν θέλει να πληγώσει τον φίλο του, αλλά μετά από τις πιέσεις της Ντολ ενδίδει στον πειρασμό και κοιμάται μαζί της.
Δεν αντέχει όμως τις τύψεις και πάει και τα ξερνάει όλα στον Ντορή.
Ο Ντορής δέν αντέχει τα κακά μαντάτα. Στο τέλος της φάρμας υπάρχει ένας μεγάλος γκρεμός. Παίρνει φόρα λοιπόν ο Ντορής και πηδάει.
Μόλις αντιλαμβάνεται το θάνατο του καλύτερού του φίλου ο Ψαρής δέν αντέχει. Παίρνει κι αυτός φόρα και βουτάει.
Μετά από λίγο σκάει μύτη η Ντόλ. Ψάχνει παντού τους φίλους της και τελικά τους βλέπει και τους δύο στο βάθος του γκρεμού.
Καταλαβαίνει... Μήν μπορώντας να αντέξει βουτάει κι αυτή.
Τότε ακούγεται μια φωνή από το βάθος του γκρεμού:
- Ποιός μ@λάκας πετάει άλογα;!