Home
Κατηγορίες αστείων
Popular
Αστεία ανέκδοτα
Δημοφιλή ανέκδοτα
νέα ανέκδοτα
ανέκδοτα για άντρες
Ανέκδοτα για γυναίκες
Ανέκδοτα για δικηγόρους
Ανέκδοτα γυναικών - αντρών
Ανέκδοτα με γιατρούς, Ιατρικά ανέκδοτα
Ανέκδοτα με εθνότητες
Ανεκδοτα με Κυνηγους
Ανέκδοτα με μεθυσμένους
Ανεκδοτα με μπατσους
Ανέκδοτα με ξανθιές, Ανεκδοτα για ξανθιες
Ανέκδοτα με πεθερές
Ανέκδοτα με την Αννούλα
Ανεκδοτα με Τουρκους
Ανεκδοτα στο φαρμακειο
Ανεκδοτα Τοτος, Ανέκδοτα με τον Τοτό
Ανεκδοτα: Κανιβαλοι
Γκέι Ανέκδοτα
Ερωτήσεις - απαντήσεις
Ηθικά διδάγματα
Κρητικά ανέκδοτα
Κρύα ανέκδοτα
Μαύρο χιούμορ
Πρόστυχα ανέκδοτα
Σκωτσέζικα αστεία
Στρατιωτικά Αστεία
Τσακ Νορις ανεκδοτα
ανέκδοτα
Ανέκδοτα με ζώα
Διάφορα ανέκδοτα
Έξυπνα ανέκδοτα, Εξυπνα ανεκδοτα
Ερωτικά ανέκδοτα
Θρησκευτικά ανέκδοτα
Κουφά ανέκδοτα
Οικογενειακα-ανεκδοτα, Οικογενειακά
Παιδικά ανέκδοτα
Πολιτικά ανέκδοτα
Ποντιακά, Ποντιακα ανεκδοτα
Πως Λέγεται?
Σύντομα ανέκδοτα, Συντομα ανεκδοτα
Τοπικα Ανεκδοτα, Τοπικά
Български
English
Deutsch
Español
Русский
Français
Italiano
ελληνικά
Македонски
Türkçes
Українські
Portugal
Poland
Sweden
Dutch
Danish
Norwegian
Finnish
Hungarian
Romanian
Czech
Lithuanian
Latvian
Croatian
My Jokes
Edit Profile
Logout
νέα ανέκδοτα
Πρόστυχα ανέκδοτα
Το βιάγκρα
Η οικογένεια του Νώντα του τσιγγάνου μένει με άλλες πολλές οικογένειες στον καταυλισμό, έξω από την πόλη.
Απαρτίζεται από τρία άτομα, αυτόν τη γυναίκα του και τον γιό του, όμως έχουν στενές σχέσεις και με την πεθερά του που χήρεψε πρόσφατα, την κουνιάδα του και μια μακρινή τους ξαδέλφη που είναι μόνη και γιA αυτό κάθεται με την πεθερά του και την κουνιάδα του. Τα τσαντίρια τους δεν απέχουν πολύ το ένα από το άλλο.
Εργατικός άνθρωπος ο Νώντας γυρίζει με το φορτηγάκι του όλη μέρα στις λαϊκές και στις γειτονιές να πουλήσει λαχανικά και φρούτα για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα με τις υποχρεώσεις του. Ο γιός του τον βοηθάει όσο μπορεί γιατί ακόμη είναι μικρός,
Γύρω στα έντεκα. Έτσι ο Νώντας παλεύει ολομόναχος, κουράζεται και ευτυχώς που έχει και τη μαϊμού του να του κρατάει παρέα τις δύσκολες ώρες της δουλειάς. Την έβαζε και καθόταν σε μιαν άκρη της καρότσας κι επέβλεπε τα πάντα όταν αυτός ζύγιζε. Έτσι κι έκανε κάποιος ν αγγίξει ένα φρούτο, τσίριζε και χοροπηδούσε σαν τρελή. Παρόλα αυτά όμως, η γυναίκα του δεν ήταν ευχαριστημένη και καθημερινά του γκρίνιαζε ότι την παραμελούσε κι ότι δεν την ήθελε πια ερωτικά . Του κάκου αυτός της ορκιζόταν πως δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο αλλά ήταν απλώς η κούραση που
Του αφαιρούσε το κέφι. Είδε κι αποείδε, λοιπόν, μια μέρα λέει
Στο γιο του:
"Έλα δω, βρε αγόρι μου... Τον ξέρεις αυτόν τον
Φαρμακοποιό στην πόλη, που πήγαινε ο παππούς πριν πεθάνει;"
"Τον ξέρω, πατέρα, γιατί;"
" Να, θέλω να πας και να του πεις να
Σου δώσει από αυτές τις κάψουλες που έδινε στον παππού. Πες πώς
Λεγόμαστε και θα μας θυμηθεί, μας ξέρει. Πες του ότι είναι για τον πατέρα μου τώρα και μη ξεχάσεις να ρωτήσεις πόσες θα παίρνω." Συμφώνησε ο μικρός, πάει στον φαρμακοποιό, του δίνει αυτός ολόκληρο σακούλι κάψουλες ( για ξόδεμα τις είχε) και
Όταν ο μικρός τον ρώτησε πώς θα τις παίρνει ο πατέρας του, αυτός του είπε:
"Μία κάθε τρεις.. το θυμάσαι; Είπαμε, κάθε τρεις μία.."
Το λεγε και το ξανάλεγε στο δρόμο ο μικρός για να μην το ξεχάσει:
"Τρεις.. μία... Τρεις... Μία..."
Ώσπου στο τέλος φυσικά και μπερδεύτηκε και είπε στον πατέρα του:
"Τρεις (κάψουλες) κάθε
Μία (μέρα)...
Πέρασε κάμποσος καιρός. Μια μέρα συνάντησε ο φαρμακοποιός
Τον μικρό τυχαία στο δρόμο. "Τί έγινε μικρέ; Τί κάνει ο πατέρας
Σου;" τον ρωτάει. "Μωρέ, ο πατέρας μου είναι μια χαρά, εμάς τους
Άλλους μας πήρε και μας σήκωσε..."
"Γιατί, παιδί μου; Τί πάθατε;"
"Τί άλλο να παθαίναμε! Πέθανε η μάνα μου, πέθανε η γιαγιά μου,
Πέθανε η θεία μου, πέθανε η ξαδέλφη τους, εγώ δεν μπορώ να κάτσω
Στην καρέκλα κι η μαϊμού δεν κατεβαίνει από το δέντρο..."
1
0
4
Προηγούμενη
Πρόστυχα ανέκδοτα
Επόμενη
Απαρτίζεται από τρία άτομα, αυτόν τη γυναίκα του και τον γιό του, όμως έχουν στενές σχέσεις και με την πεθερά του που χήρεψε πρόσφατα, την κουνιάδα του και μια μακρινή τους ξαδέλφη που είναι μόνη και γιA αυτό κάθεται με την πεθερά του και την κουνιάδα του. Τα τσαντίρια τους δεν απέχουν πολύ το ένα από το άλλο.
Εργατικός άνθρωπος ο Νώντας γυρίζει με το φορτηγάκι του όλη μέρα στις λαϊκές και στις γειτονιές να πουλήσει λαχανικά και φρούτα για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα με τις υποχρεώσεις του. Ο γιός του τον βοηθάει όσο μπορεί γιατί ακόμη είναι μικρός,
Γύρω στα έντεκα. Έτσι ο Νώντας παλεύει ολομόναχος, κουράζεται και ευτυχώς που έχει και τη μαϊμού του να του κρατάει παρέα τις δύσκολες ώρες της δουλειάς. Την έβαζε και καθόταν σε μιαν άκρη της καρότσας κι επέβλεπε τα πάντα όταν αυτός ζύγιζε. Έτσι κι έκανε κάποιος ν αγγίξει ένα φρούτο, τσίριζε και χοροπηδούσε σαν τρελή. Παρόλα αυτά όμως, η γυναίκα του δεν ήταν ευχαριστημένη και καθημερινά του γκρίνιαζε ότι την παραμελούσε κι ότι δεν την ήθελε πια ερωτικά . Του κάκου αυτός της ορκιζόταν πως δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο αλλά ήταν απλώς η κούραση που
Του αφαιρούσε το κέφι. Είδε κι αποείδε, λοιπόν, μια μέρα λέει
Στο γιο του:
"Έλα δω, βρε αγόρι μου... Τον ξέρεις αυτόν τον
Φαρμακοποιό στην πόλη, που πήγαινε ο παππούς πριν πεθάνει;"
"Τον ξέρω, πατέρα, γιατί;"
" Να, θέλω να πας και να του πεις να
Σου δώσει από αυτές τις κάψουλες που έδινε στον παππού. Πες πώς
Λεγόμαστε και θα μας θυμηθεί, μας ξέρει. Πες του ότι είναι για τον πατέρα μου τώρα και μη ξεχάσεις να ρωτήσεις πόσες θα παίρνω." Συμφώνησε ο μικρός, πάει στον φαρμακοποιό, του δίνει αυτός ολόκληρο σακούλι κάψουλες ( για ξόδεμα τις είχε) και
Όταν ο μικρός τον ρώτησε πώς θα τις παίρνει ο πατέρας του, αυτός του είπε:
"Μία κάθε τρεις.. το θυμάσαι; Είπαμε, κάθε τρεις μία.."
Το λεγε και το ξανάλεγε στο δρόμο ο μικρός για να μην το ξεχάσει:
"Τρεις.. μία... Τρεις... Μία..."
Ώσπου στο τέλος φυσικά και μπερδεύτηκε και είπε στον πατέρα του:
"Τρεις (κάψουλες) κάθε
Μία (μέρα)...
Πέρασε κάμποσος καιρός. Μια μέρα συνάντησε ο φαρμακοποιός
Τον μικρό τυχαία στο δρόμο. "Τί έγινε μικρέ; Τί κάνει ο πατέρας
Σου;" τον ρωτάει. "Μωρέ, ο πατέρας μου είναι μια χαρά, εμάς τους
Άλλους μας πήρε και μας σήκωσε..."
"Γιατί, παιδί μου; Τί πάθατε;"
"Τί άλλο να παθαίναμε! Πέθανε η μάνα μου, πέθανε η γιαγιά μου,
Πέθανε η θεία μου, πέθανε η ξαδέλφη τους, εγώ δεν μπορώ να κάτσω
Στην καρέκλα κι η μαϊμού δεν κατεβαίνει από το δέντρο..."