Η Συμέλα και ο Γιωρίκας είναι νιόπαντροι και χαίρονται τον έρωτά τους.
Σε κάποια στιγμή ο Γιωρίκας αποφασίζει να φύγει μετανάστης στην Γερμανία γιατί δεν τα βγάζουν πέρα.
Αποχαιρετά συγγενείς και φίλους, και ξεκινάει. Στον δρόμο για τον σταθμό του τρένου, το ξανασκέφτεται και αποφασίζει να μείνει τελικά στο χωριό του.
- Που να σε αφήσω μόνη, νιόπαντρη γυναίκα, λέει στην Συμέλα.
- Και τί θα πούμε στους χωριανούς; Θα πούνε ότι φοβήθηκες και δεν πήγες! Ντροπή, Γιωρίκα.
- Το βρήκα, λέει ο Γιωρίκας. Θα πούμε ότι πήγα στην Γερμανία, και θα εμφανιστώ μετά από 10 μέρες λέγοντας ότι δεν μου άρεσε και επέστρεψα. Στο μεταξύ θα είμαι κρυμμένος στο πατάρι για να μην με δει κανείς.
Στις πέντε μέρες ακούει ο Γιωρίκας έναν θόρυβο από την κρεβατοκάμαρα.
Κατεβαίνει σιγά και τι βλέπει;
Τον Κωστίκα, τον κουμπάρο, στο κρεβάτι με την Συμέλα.
Κάνει μεταβολή και ανεβαίνει ξανά στο πατάρι, μουρμουρώντας:
- Αχ, ρε άτιμε Κωστίκα, έχε χάρη που είμαι στην Γερμανία, αλλιώς θα σου έδειχνα εγώ!