Κάπου στον πλανήτη, σε μια μεγάλη λεωφόρο, περπάταγαν δύο ρακοσυλλέκτες, όταν κάποια στιγμή βλέπουν μια γριούλα που προσπαθούσε να διασχίσει τη λεωφόρο αλλά δεν τα κατάφερνε.
Όταν η γριούλα λοιπόν είδε τους δύο φτωχούς φίλους, τους ζήτησε να την βοηθήσουν να διασχίσει τη λεωφόρο και τους εκείνη θα τους αντάμειβε. Εκείνοι δέχθηκαν μετά χαράς, αφού κάτι θα κέρδιζαν.
Όταν λοιπόν πέρασαν απέναντι, η γριούλα τους έδωσε από τρία αυγά και τους είπε ότι κάθε φορά που θα έσπαγαν ένα, κάνοντας μία ευχή ταυτόχρονα, θα εκπληρωνόταν. Φεύγουν λοιπόν οι δύο φτωχοί για τις παράγκες τους.
Όταν ο πρώτος έφτασε στην παράγκα του, μπαίνει μέσα, σπάει το πρώτο αυγό και ζητάει η παράγκα του να μεταμορφωθεί σε μια βίλλα πολυτελείας. Και ξαφνικά εμφανίζεται μια βιλλάρα. Σπάει και το δεύτερο αυγό και ζητάει να γεμίσει η βίλλα εκατομμύρια. Έτσι και έγινε. Ολόκληρη η βίλλα γέμισε με λεφτά.
Σπάει στο τέλος και το τρίτο αυγό. Αυτή τη φορά, ζητάει να εμφανιστούν έξω από τη βίλλα, τα πιο ακριβά αυτοκίνητα, γεμάτα με πανέμορφες γυναίκες.
Περνούσαν τα χρόνια και ο άνθρωπος αυτός άρχισε να αναρωτιέται τι να είχε γίνει εκείνος ο παλιός του φίλος. Πήγε λοιπόν να τον επισκεφθεί και αντίκρισε στο ίδιο σημείο που έμενε παλιά, την ίδια παράγκα. Μπαίνει μέσα και τον βλέπει στην ίδια αθλία κατάσταση και εύλογα αναρωτιέται:
- "Mα καλά ρε φίλε, τι έκανες με τα αυγά που μας έδωσε εκείνη η γριά;"
- "?στα φίλε μου. Όταν μπήκα μέσα στην παράγκα, έτσι όπως κράταγα τα αυγά, μου έπεσε το ένα και εγώ είπα "αρχίδια". Και γέμισε όλη η παράγκα αρχ.. Α ".
- "Mα καλά, είχες άλλα δύο, τι τα έκανες;"
- "Που λες, αναγκαστικά έσπασα το δεύτερο αυγό, για να εξαφανιστούν όλα τα αρχ.. Α."
- "Και το τρίτο αυγό, τι το έκανες;"
- "Το έσπασα για να γυρίσουν πίσω τα δικά μου αρχ.. Α!".