Μια φορά, ήταν ένας Κρητικός που έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Ο πατέρας του, για να τον συγχαρεί, του αγόρασε ένα μεγάλο Κρητικό μαχαίρι. Το πήρε λοιπόν μαζί του, όμως μετά από κάμποσο καιρό το πούλησε.
Μια μέρα, ανέβηκε ο πατέρας του στην Αθήνα και του ζήτησε να του δώσει λίγο το μαχαίρι. Και εκείνος του εξήγησε:
- "Δεν το `χω, το πούλησα."
- "Γιάντα ωρέ;", τον ρώτησε ο πατέρας του.
- "Για να πάρω αυτό το ρολόι...", απάντησε, "έχει χρονόμετρο, ξυπνητήρι, είναι αδιάβροχο..."
- "Και αν ωρέ κοπέλι, σου πει κανένας "γαμώ της μάνας σου το μουνί", τί θα του πεις; Δύο παρά τέταρτο;"
Ο Κρητίκαρος σταματ άει ένα ταξί στα Σφακιά. Με το που ξεκινάνε, βγάζει ένα πιστόλι και το κολλάει στο σβέρκο του ταξιτζή.
"Μπρος", του λέει. "Κάμε στην άκρη, επαέ και... τράβα μια μαλατσία". Τρελαίνεται ο ταξιτζής, αλλά τι να κάνει; Υπακούει. "Μπρος", του λέει πάλι... αμέσως μετά ο Κρητίκαρος. "Τράβα τσι άλλη μία"... Μετά δώσ"
Του ξανά:
"Τσι άλλη μία". Και δώσ"
Του πάλι:
"Τσι άλλη μία"
... Ο ταξιτζής, όμως, έχει... ρέψει πια και δεν αντέχει:
"Άμα θες σκότωσέ με", του λέει, "αλλά ήμαρτον. Δεν αντέχω πια".
"Είσαι σίγουρος, μωρέ, πως δεν μπορείς;".
"Στ" ορκίζομαι", λέει ο ταξιτζής. "Ε, τότενες, πάμε πίσω"
, του λέει ο Κρητίκαρος. Πάνε, λοιπόν, ξανά πίσω, οπότε ο Κρητίκαρος μπαίνει στο σπίτι, βγαίνει με την κόρη του έξω και πριν τη βάλει στο ταξί, της λέει:
"Εντάξει, Μαρία. Ετούτος εδώ... θα σε πάει στο Λασίθι"!