Μία ηλιόλουστη μέρα στο δάσος (και καλά δάσος). Ξαφνικά περνάει τρέχοντας σαν αστραπή ο λαγός(κεντέρης). Συναντάει την αλεπού που εκείνη τη στιγμή ετοιμαζόταν να ανάψει το τσιγαριλίκι(μπάφος) της. Νευριάζει ο λαγός και με αυστηρή φωνή λέει στην αλεπού:
- Καλά είσαι τόσο χαζή που κάθεσαι και καπνίζεις αυτά τα παλιοπράματα (μαριχουάνα); Δεν βλέπεις εμένα που αθλούμαι όλη μέρα. Δεν έχω σταματήσει από το πρωί.
Το σκέφτεται καλά καλά η αλεπού, πετάει το τσιγαριλίκι και αρχίζει να ακολουθεί το λαγό στο τρέξιμο. Λίγο αργότερα συναντάνε την αρκούδα η οποία είχε απλώσει τη λευκή πάνω στο καθρεφτάκι και ετοιμαζόταν για μία καλή μυτιά (πρώτο πράγμα).
- Τι πας να κάνεις εκεί φωνάζει εξαγριωμένος ο λαγός. Θες να καταστραφείς; Δε βλέπεις εμάς που αθλούμαστε και είμαστε μια χαρά.
Το καλοσκέφτεται η αρκούδα, τα πετάει όλα και ξεκινάει το τρέξιμο μαζί με τα άλλα ζώα. Ύστερα από λίγο οι τρεις ήρωες μας συναντάνε το λιοντάρι το οποίο είχε δέσει το χέρι του με ένα σκοινί και έψαχνε να βρει φλέβα για να τρυπηθεί με τη σύριγγα (μάλλον δεν είναι δάσος αυτό, ο κορυδαλλός είναι). Βέβαια η αρκούδα και η αλεπού δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους και ούτε να μιλήσουν από την κούραση για αυτό και πάλι αναλαμβάνει ο λαγός να φωνάξει στο βασιλιά των ζώων (παλιά, πριν πέσει στην άσπρη):
- Τι πας να κάνεις εκεί (το έψησες καλά το πράγμα); Αυτό είναι το παράδειγμα που δίνες στα άλλα ζώα; Ντροπή σου. Πέτα τα όλα τώρα και έλα μαζί μας για τρέξιμο. Μόνο με τον αθλητισμό θα σωθείς.
Φορτώνει λοιπόν και το λιοντάρι και λέει στο λαγό:
- Σε ποιόν τις πουλάς αυτές τις μαλακίες ρε λαγέ μη σε φάω στιφάδο. Έχεις γαμηθεί στα τρυπάκια και στα LSD απʼτο πρωί και τρέχεις σαν πούστης.