Μια μέρα ο Κώστας μπαίνει μέσα στο σαλόνι του σπιτιού του και αναγγέλλει στους γονείς του ενθουσιασμένος το γάμο του με το πιο όμορφο κορίτσι της πόλης τη Μαρία.
Ο πατέρας του τον παίρνει πιο πέρα και του λέει: Αγόρι μου πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι. Ξέρεις η μητέρα σου κι εγώ είμαστε χρόνια παντρεμένοι, είναι εξαιρετική, την αγαπώ και τη σέβομαι αλλά δεν ήταν και ιδιαίτερα εκδηλωτική ερωτικά οπότε κατά καιρούς έκανα σχέσεις με άλλες. Σπαράζει η καρδιά μου που στο λέω αλλά η Μαιρούλα είναι ετεροθαλής αδελφή σου και δε γίνεται να την παντρευτείς.
Ο Κώστας πληγώνεται, αλλά σκέφτεται ότι η ζωή συνεχίζεται. Μετά από μήνες αρχίζει να βγαίνει με άλλα κορίτσια και τα πράγματα πηγαίνουν ομαλά μέχρι που ένα βράδυ... εισβάλει πάλι στο σαλόνι και γεμάτος χαρά λέει: Μαμά, μπαμπά, η Αννούλα κι εγώ παντρευόμαστε.
Πάλι ο πατέρας του τον παίρνει παράμερα και του λέει ότι η Αννούλα είναι αδελφή του και ...
Ο νεαρός απελπισμένος περνά άλλη μια κρίση. Μετά από μέρες ξεσπά και λέει στη μαμά του: Τον μισώ τον πατέρα, μου έχει κάνει τόσο κακό! Ποτέ δε θα παντρευτώ! Κάθε φορά που ερωτεύομαι εκείνος μου λέει ότι το κορίτσι είναι αδελφή μου! Και η μητέρα του απαντά: Καλά μωρό μου μη δίνεις και μεγάλη σημασία στο τι λέει. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι ο πραγματικός σου πατέρας.