Μια μέρα ο πάμπλουτος γέρο- Έλληνας που είχε πάει στην Αμερική για δέκα χρόνια, γυρίζει στο χωριό του. Οι χωριανοί, όταν έμαθαν τα νέα άρχισαν να κάνουν σκέψεις για τα συμφέροντα τους.
Σκεφτόντουσαν ότι είναι ευκαιρία να γλύψουμε τον πλούσιο συγχωριανό μας, μπας και βάλει το χέρι στην τσέπη και ανοίξει ένα πηγάδι για να πάρουμε νερό.
Όταν έμαθε τα νέα ο γέρος, τους είπε:
- "Για να φέρω νερό στο χωριό θέλω να μου βρείτε γκόμενα!"
Οι χωριανοί, μίας και δεν είχαν άλλη λύση δέχτηκαν την προσφορά. Έτσι του βρήκαν μια όμορφη και νέα γυναίκα. Όμως ο γέρο- πλούσιος μετά απο λίγες μέρες πέθανε. Χαρούμενοι οι Χωριανοί πήγαν να δουν πόσα χρήματα τους είχε γράψει ο συγχωριανός τους στη διαθήκη.
Έκπληκτοι δεν είδαν τίποτα στη διαθήκη εκτός από ένα σημείωμα που έλεγε:
- "Τη καρδιά μου την αφήνω στη γυναίκα μου και τ` αρχίδια μου τα δυο τα αφήνω στο χωριό για να πάρουνε νερό."