Μπαίνει ένας τύπος σε στυλ "κροκοδειλάκια" (καπέλο γεμάτο δόντια κροκοδείλου στο μπορ και τα συναφή αξεσουάρ) σ ένα μπαρ με τον κροκόδειλό του "υπό μάλης", ακουμπάει τον κροκόδειλο πάνω στη μπάρα και λέει στον μπάρμαν:
"Ένα διπλό ουίσκι για μένα κι έναν αράπη για το μικρό". Όντως ο μπάρμαν του πηγαίνει το ουίσκι που παράγγειλε αλλά και τον αράπη. Πληρώνει Κανονικά και φεύγει μόλις τελείωσαν και οι δύο. Την επόμενη βραδιά το ίδιο σκηνικό, ο "κροκοδειλάκιας"
Με τον κροκόδειλό του στο μπαρ, η ίδια παραγγελία η οποία εκπληρώνεται κατά γράμμα από τον μπάρμαν, πληρώνει επίσης κανονικά και φεύγει. Το ίδιο σκηνικό διαδραματίστηκε για πολλές ημέρες ώσπου φθάνει μία, κατά την οποία αφού δίνει την παραγγελλία, γυρνάει ο μπάρμαν και του λέει:
"Κοίταξε να δεις, ουίσκι για σένα έχω αλλά ο αράπης που μου ζητάς για τον μικρό δεν υπάρχει, τελείωσε και η κάβα δεν έχει έρθει ακόμα. Έχω όμως πυγμαίους αν θες". Τότε λοιπόν γυρνάει ο "κροκοδειλάκιας"
Παίρνει τον κροκόδειλό του και πάει να φύγει. Φεύγοντας γυρνάει και λέει στον μπάρμαν:
"Ασε... μεγάλε... γιατί... άμα αρχίσει ο μικρός τα ΣΦΗΝΑΚΙΑ... μετά δεν σταματάει με τίποτα!"