Μπαίνει ένας τύπος στο μπάρ, σκαρφαλώνει σε μία καρέκλα και φωνάζει.
- Μπάρμαν, πιάσε μου ένα ουίσκι διπλό, κέρνα τον κόσμο εδώ που κάθεται, κέρνα και τις δύο σερβιτόρες, πιες και εσύ ένα στην υγειά μου.
Πάει δύο η ώρα τα ξημερώματα, σηκώνεται να φύγει ο τύπος.
Τον πιάνει ο μπάρμαν.
- Πού πας εσύ; Δεν θα πληρώσεις;
- Έλα ρε συ, άνθρωποι είμαστε. Την μία μέρα έχουμε, την άλλη δεν έχουμε. Θα στα φέρω αύριο.
- Καλά, λέει ο μπάρμαν.
Το άλλο βράδυ, πάλι ο ίδιος τύπος:
- Μπάρμαν, πιάσε μου ένα ουίσκι διπλό, κέρνα τον κόσμο εδώ που κάθεται, κέρνα και τις δύο σερβιτόρες, πιες και εσύ ένα στην υγειά μου.
Στις 2 τα ξημερώματα, ξανασηκώνεται να φύγει.
- Που πάς χωρίς να πληρώσεις;! τον ρωτάει ο μπάρμαν.
- Έλα ρε συ, άνθρωποι είμαστε. Την μία μέρα έχουμε, την άλλη δεν έχουμε. Θα στα φέρω αύριο.
Τον πιάνει ο μπάρμαν, τον πάει έξω και τον πλακώνει στο ξύλο.
Μετά από καιρό ξανάρχεται ο ίδιος τύπος.
- Μπάρμαν, πιάσε μου ένα ουίσκι διπλό, κέρνα τον κόσμο εδώ που κάθεται, κέρνα και τις δύο σερβιτόρες. Αλλά εσένα κερατά δεν σε κερνάω, γιατί όταν πίνεις δεν ξέρεις τί κάνεις!