Σε ένα μακρινό βασίλειο, υπήρχε η παράδοση η βασιλοπούλα να παντρεύεται τον υπήκοο με το μεγαλύτερο "όργανο".
Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα της παντρειάς, ο βασιλιάς κάλεσε τους υποψήφιους γαμπρούς για αξιολόγηση. Ήρθαν διάφοροι, αλλά κανένας δεν κάλυπτε τις προδιαγραφές.
Ο καιρός πέρναγε και εκεί που ο βασιλιάς είχε απογοητευτεί, έρχεται ένας τελευταίος υποψήφιος.
Για να δούμε τα προσόντα σου, του λέει ο βασιλιάς. Τα κατεβάζει αυτός και βλέπουν ένα μικρό σα γαριδάκι. Καλά, μας δουλεύεις; ρωτά τσαντισμένος ο βασιλιάς.
Α, μεγαλειότατε, λέει αυτός, με παρεξηγήσατε.
Και αρχίζει: Μπόρο-μπόρο-μπόρο-μπόρο... και αρχίζει το γαριδάκι και μεγαλώνει, μεγαλώνει, γεμίζει το δωμάτιο, βγαίνει από το παράθυρο, τυλίγει το παλάτι και συνέχιζε...
Εντυπωσιάστηκε ο βασιλιάς, αλλά τον ρωτάει, καλά και πως το κουμαντάρεις αυτό τώρα;
Αρχίζει τότε αυτός: μπίρι-μπίρι-μπίρι-μπίρι... και τον μαζεύει πάλι στη θέση του.
Κατενθουσιασμένος ο βασιλιάς, αγόρι μου εσένα περιμέναμε, ετοιμάσου για το γάμο. Γίνεται λοιπόν το μυστήριο, και πάνε την πρώτη νύχτα στο κρεβάτι.
Έλα άντρα μου να το κάνουμε, του λέει η βασιλοπούλα και κάθεται αυτή στη μια άκρη, αυτός στην άλλη και αρχίζει:
Μπόρο-μπόρο-μπόρο γκρουπ! χτυπάει το ένα πόδι της. Φτού, αστόχησα.
Μπίρι-μπίρι-μπίρι. Δεν πειράζει, άντρα μου, ξαναπροσπάθησε.
Μπόρο-μπόρο-μπόρο γκρουπ! χτυπάει και το άλλο πόδι.
Μπίρι-μπίρι-μπίρι. Έλα πάλι άντρα μου.
Μπόρο-μπόρο-μπόρο αχχχ!
Μπράβο άντρα μου το πέτυχες... Ξεκίνα τώρα!
Μπορο-μπίρι-μπόρο-μπίρι-μπόρο-μπίρι...