Καλοκαίρι. Ζέστα. Μεσημέρι.
Ο μέρμηγκας, με ένα φανελάκι εργασίας, μούσκεμα στον ιδρώτα, σέρνει ένα τεράστιο στάχυ.
Ησυχία.
Έξαφνα, από τη γωνία εμφανίζεται ένα раjеrо turbo intercooler.
Στρίβει με χειρόφρενο και σταματάει απότομα μπροστά στον σαστισμένο μέρμηγκα.
Μέσα στο раjеrо, ο τζίτζικας με γυαλικά ηλίου, βερμούδα με φοινικόδεντρα, δύο πληθωρικές γκόμενες στο πλάι και τις σανίδες του surf στην οροφή.
- Μέρμηγκα, άντε άστα και φύγαμε για windsurfing. ʼντε, παράτα τα, τα κάνεις αύριο.
Ο μέρμηγκας ρίχνει ένα κουρασμένο βλέμμα στον τζίτζικα. Κάπου την έχει ξανακούσει αυτή την ατάκα, ίσως λίγο παραλλαγμένη.
- Δεν μπορώ, μάστορα, έχω δουλειά να κάνω. Πρέπει να προετοιμαστώ για το χειμώνα. Πήγαινε εσύ.
Ο τζίτζικας σηκώνει τους ώμους, το раjеrо σπινάρει και χάνεται στον ορίζοντα.
Μεσημέρι της επομένης. Ο μέρμηγκας, και πάλι ιδρωμένος σέρνει ένα τεράστιο λοβό μπιζελιού.
Νέκρα. Από τη στροφή πετάγεται το γνωστό раjеrо.
- Μάστορα, παράτα τα, πήδα μέσα, από δω η Σούζη και η Μαίρη, έλα πάμε για jet-ski ...
Χειμώνας. Παγωνιά. Χιόνι. Ο μέρμηγκας, στη ζέστα του τζακιού του, μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, απολαμβάνουν τη θαλπωρή.
Τα ξύλα τριζοβολούν πάνω από τη θράκα. Έξαφνα, το κουδούνι της πόρτας κτυπάει.
- Ασε, θα ανοίξω εγώ, λέει η γυναίκα του μέρμηγκα. Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία. Μόνο αυτός μπορεί να είναι...
Η πόρτα ανοίγει. Ο τζίτζικας, με τη στολή και τα γυαλιά του σκι, κασκόλ, και στο υπόβαθρο το раjеrо με αλυσίδες στους τροχούς.
- Που είναι ο φίλος μου ο μέρμηγκας, φωνάζει. Θέλω το μέρμηγκα.
Ο μέρμηγκας πλησιάζει την πόρτα.
- Έλα, ντύσου, πάμε για σκι, άντε τι κάθεσαι, άντε.
- Δεν μπορώ μάστορα, πρέπει να μείνω με την οικογένεια, έχω υποχρεώσεις, δεν μπορώ ...
Ο τζίτζικας σηκώνει τους ώμους, και γυρνάει να φύγει.
Ο μέρμηγκας κάνει να γυρίσει προς τα μέσα, κοντοστέκεται, ξαναγυρνά προς το раjеrо και λέει του τζίτζικα:
- Και αν τυχόν συναντήσεις τον Αίσωπο, πες του ΝΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΓΑΜΗΘΕΙ!