- Αϊ Νικόλα μου, εσύ ξέρεις ποιος είμαι εγώ και πόσο σε εκτιμώ. Τώρα βρίσκομαι σε μια δύσκολη θέση και θα ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη. Μου λείπει ένα δεκαχίλιαρο! Θέλω να κάνεις το θαύμα σου και με το που θα βγω έξω από την εκκλησία να το βρω. Εντάξει;
Ικανοποιημένος από την κουβεντούλα, και από την «θετική ανταπόκριση» του αγίου, βγαίνει έξω και αρχίζει το ψάξιμο αλλά... τίποτα. Τσαντισμένος, ορμάει μέσα στην εκκλησία προς την εικόνα τραβώντας την προσοχή του παπά ο οποίος όμως δεν επεμβαίνει αλλά παρακολουθεί.
- Αϊ Νικόλα μου, δεν το περίμενα αυτό από σένα. Ειλικρινά με έχεις εκνευρίσει. Τι σου ζήτησα; Ένα δεκαχιλιαρικάκι. Τι είναι για σένα ένα δεκαχιλιαρικάκι. Και το αρνείσαι από μένα που σε πιστεύω τόσο πολύ; Γι αυτό σταμάτα να παίζεις το δύσκολο και κάνε το θαύμα σου. Θα βγω τώρα έξω και θέλω να βρω το δεκαχίλιαρο. Συνεννοηθήκαμε; Aντε μπράβο... Βγαίνει πάλι έξω... ψάχνει... ξαναψάχνει... ούτε δεκάρικο δεν βρήκε. Ορμάει μέσα στην εκκλησία.
- Α! Ως εδώ Αϊ Νικόλα. Αν θέλεις να το παίξεις σκληρός, μπορώ και εγώ! Αν δεν μου δώσεις ένα δεκαχίλιαρο τώρα που θα ξαναβγώ έξω, θα πάρω την
Εικόνα σου και θα την πουλήσω. Και να δω τότε αν θα σ αρέσει! Βγαίνει λοιπόν έξω και αρχίζει το ψάξιμο. Ακούγοντας αυτή την απειλή ο παπάς, πάει και αλλάζει την μεγάλη εικόνα με ένα μια μικρή εικονίτσα και ξανακρύφτηκε. Μπαίνοντας ξανά μέσα ο ναυτικός, μετά από την αποτυχία του στο ψάξιμο,
Φτάνει στο μέρος που ήταν η εικόνα, βλέπει την μικρή εικονίτσα και λέει:
- Ρε Νικολάκη, που πήγε ο πατέρας σου; Φοβήθηκε και την κοπάνησε, έτσι;