Ο Γερο Μανούσος ο κρητικός είχε δυο γιους.
Όταν τελείωσαν το γυμνάσιο τους κάλεσε και τους ρώτησε.-Ηντα μωρέ θέλετε να κάνετε στη ζωή σας;Εγώ πατέρα λέει πρώτος θέλω να μείνω μαζί σου να γίνω γεωργός. Εγώ πατέρα λέει ο δεύτερος θέλω να μάθω τη γαλλιστί. Γαλλιστί; λέει ο πατέρας ήντα μωρέ τη θες τη γαλλιστί. Ε, πατέρα ξέρεις τουρισμός και τα λοιπά. Λέει ο γιος.-Τι να κάνει ο γέρος τον στέλνει λοιπόν στη Γαλλία να μάθει γαλλικά. Δυο χρόνια έλειπε ο αθεόφοβος και ξεκοκάλισε τα λεφτά του γέρου. Γυρνάει λοιπόν πίσω πάει στο σπίτι τον καλοδέχονται και ο γέρος τον ρωτά. Ήμαθες μωρέ του λέει τα γαλλικά; Βέβαια πατέρα του λέει ο γιος.-Και πως μωρε λένε το ψωμί; Ρωτά ο γέρος. Ψωμιέν πατέρα του λέει ο γιος. Και το χωράφι ρωτά ο γέρος;Χωραφιέν πατέρα λέει ο γιος. Σπυριά πήγε να βγάλει ο γέρος όταν άκουσε τα γαλλικά του γιου του. Και τη μάνα; πως μωρέ λένε τη μάνα;Μανιέν πατέρα λέει ο κανακάρης. Και ο γερο Μανούσος ολοδιαόλιστος γυρνάει και του λέει.-Σήκω εδά γαιδούρακα πάρε μια ολιά ψωμιέν βαλέτω μέσα στον ντρουβιέν και πήγαινε να σκάψεις το χωραφιέν να μη σου σπάσω την κεφαλιέν.