Ο γύφτος ταξιδεύει με το λεωφορείο. Έχει πιει και τα ουζάκια του και,
Όπως κάθεται πάνω σε μια βαλίτσα, στο διάδρομο,
Τραγουδάει μονότονα το ίδιο συνέχεια στιχάκι:
"Τέλω να πετάνω, τέλω να
Πετάνω...". Περνάει ένα τέταρτο, μισή ώρα, τους έχει
Σπάσει τα νεύρα. "Που σαι", του λέει ο εισπράκτορας. "Βούλωσ το, γιατί
Μας έπρηξες...". Τίποτα ο γύφτος. "Τέλω να πετάνω,
Τέλω να πετάνω...".
"Σταμάτα...".
"Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω...". Ο
Εισπράκτορας έχει πάρει χοντρές ανάποδες. "Ρε, θα
Το βουλώσεις επιτέλους;". Αδιάφορος ο γύφτος:
"Τέλω να πετάνω, τέλω να
Πετάνω...".
"Σκάσε, γιατί θα σου πετάξω τη
Βαλίτσα...".
"Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω...".
"Σοβαρά το λέω, θα
Στην πετάξω...".
"Τέλω να πετάνω, τέλω να πετάνω...".
"Ε, λοιπόν, εσύ δεν βάζεις μυαλό!", λέει ο εισπράκτορας, σηκώνεται, πάει
Κοντά στο γύφτο, τον σηκώνει, βουτάει τη βαλίτσα και
Την... πετάει από το παράθυρο. Γυρίζοντας, λοιπόν, φωνάζει στο γύφτο:
"Για να δούμε, τώρα. Θα το βουλώσεις;". Και ο γύφτος,
Στον ίδιο πάντα σκοπό:
"Ντεν ήταν ντική μου, ντεν ήταν ντική μου...".