Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας ήταν κολλητοί από μικροί, και όπου πήγαιναν, πήγαιναν μαζί.
Ήρθε η στιγμή και ο Γιωρίκας παντρεύεται!
Έγινε ο γάμος και ήταν να πάει το αντρόγυνο ταξίδι του μέλιτος. Και επειδή ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας δεν μπορούσαν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο, αποφάσισαν να πάνε και οι τρεις μαζί στο ταξίδι.
Φτάνουν στο ξενοδοχείο και ζητούν ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι και ένα μονόκλινο.
Αλλά ο ξενοδόχος τους λέει ότι έχει μόνο ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι και δεν υπάρχουν άλλα άδεια δωμάτια.
Αναγκάζονται λοιπόν να πάρουν αυτό το δωμάτιο και να κοιμηθούν όλοι μαζί. Πέφτουν να κοιμηθούν, και ο ο Κωστίκας νιώθει ένα χέρι στο πουλί του.
Το πρωί, με τύψεις γιατί θα χαλάσει τον γάμο του φίλου του, αποφασίζει να το πει στον Γιωρίκα:
- Ρε Γιωρίκα, συγνώμη που θα στο πω, αλλά το βράδυ που κοιμόμασταν η γυναίκα σου μου έπιανε το πουλί.
Και λέει ο Γιωρίκας:
- Ρε χαζέ, εγώ σου έπιανα το πουλί, γιατί ήθελα να ξέρω που ακριβώς βρίσκεται!