Ο κύριος μόλις έχει βγει από το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς του από όπου αγόρασε ένα κουτί σου (γλυκά). Κρατώντας το κουτί στα χέρια επιχειρεί να διασχίσει το δρόμο οπότε ένα αυτοκίνητο τον χτυπάει και τον στέλνει στον άλλο κόσμο.
Ανεβαίνει λοιπόν σιγά-σιγά προς τα πάνω εξαϋλωμένη η ψυχή του με την μορφή που είχε ο άνθρωπος την ώρα του θανάτου (κρατώντας δηλαδή το κουτί με τα σου στα χέρια).
Φθάνει κάποτε σαστισμένος στην πύλη του άλλου κόσμου και χτυπά φοβισμένα, στην αρχή, την πόρτα.
Μάταια όμως. Στο φυλάκιο της πύλης ο άγιος Πέτρος, παίζει τάβλι με την Παναγία και είναι τόσο απορροφημένος που δεν ακούει τίποτα.
Ξαναχτυπάει ο άνθρωπος πιο δυνατά, αλλά... τίποτα.
Τρομοκρατημένος πια πιάνει τη σιδερένια καγκελόπορτα με το ένα χέρι (με το άλλο κρατάει ακόμα τα σου) και με όλη του τη δύναμη τη τραντάζει συθέμελα.
Επιτέλους, το τάβλι σταματάει, και ο άγιος Πέτρος πετάγεται έξω να δει τι συμβαίνει.
- Πέτρο τι συμβαίνει; ρωτάει ανήσυχη η Παναγία. Και ο άγιος Πέτρος απαντά καθησυχαστικά:
- Μη φοβού Μαριάμ! Ο Κύριος με τα σου...