Ο Χριστός νοστάλγησε τη Γη και είπε να κατέβει στην Αθήνα. Για να μην γίνει αντιληπτός βάζει ένα μπλουτζίν κι ένα κοντομάνικο και χώνεται σε ένα μπαράκι στα Εξάρχεια. Εκεί ακούει μια σερβιτόρα να λέει στην άλλη: – Φτιάξε το κοκτέιλ του Μάκη. Μετά απευθυνόμενη στο Χριστό. – Εσείς τι θα πιείτε; – Μια από τα ίδια! – Είστε σίγουρος; – Ας δοκιμάσω! Tο πίνει μονορούφι, παραγγέλνει κι άλλο. Το πίνει κι αυτό μονορούφι. Κι άλλο ένα! Ο Μάκης στη γωνία έξαλλος. – Τρία σερί ρε φίλε και δεν ζαλίστηκες; – Όχι φίλε μου! Δεν μεθάω εγώ. – Ε τότε θα σε πάω σε τεκέ να κάνεις κεφάλι! Πάνε σε τεκέ, καπνίζει ο Μάκης χασίσι δίνει και του Χριστού. Ο Χριστός καπνίζει τέσσερα απανωτά. – Τώρα ρε φίλε δεν την ζαλίστηκες; – Όχι φίλε μου. Άδικα προσπαθείς. Σε σένα θα το πω. Δεν μεθάω και δεν μαστουρώνω γιατί είμαι ο Χριστός. – Και γιατί μου λες τόση ώρα ότι δεν ζαλίστηκες;