Ήταν δυο φαντάροι που γύριζαν από την έξοδό τους το βράδυ, όποτε σε κάποια στιγμή τον έναν τον έπιασε κόψιμο. Ψάχνοντας λοιπόν κάποιο μέρος να πάει να ξαλαφρώσει μπήκε στην αυλή ενός σπιτιού με δέντρα και χορτάρια.
Αφού τελείωσε και σκουπίστηκε με ένα χαρτομάντιλο σηκώθηκε να φύγει και κοίταξε τα χορτάρια για να μην τα πατήσει. Το περίεργο όμως είναι ότι ενώ έβλεπε το χαρτομάντιλο με το οποίο σκουπίστηκε δεν έβλεπε τα υπόλοιπα. Και αφού έψαξε καλά, ακόμα και με τα χέρια, δε βρήκε τίποτα. Αφού βγήκε και πήγε στο φίλο του, του το είπε και εκείνος δεν το πίστευε. Επιπλέον τον δούλευε και από πάνω.
Την επόμενη μέρα, και αφού όλο το βράδυ τον είχε φάει η περιέργεια για το συμβάν, αποφάσισε να ξαναπάει για να του λυθεί η απορία. Αφού έφτασε και μπήκε στην αυλή άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα χορτάρια, αλλά τίποτα! Σε κάποια στιγμή βγαίνει μέσα από το σπίτι μια γρια και του λέει φωνάζοντας:
- Τι κανείς εκεί παιδί μου; Φύγε γρήγορα μη φωνάξω την αστυνομία!
Και το παιδί για να δικαιολογηθεί:
- Συγνώμη, αλλά πέταξα το τσιγάρο μου και ψάχνω να το βρω για να το σβήσω επειδή φοβήθηκα μην πιάσει καμιά φωτιά!
- Μπράβο παιδί μου. Εύγε λέει η γιαγιά. Τελικά υπάρχουν και καλά παιδιά σʼ αυτό τον κόσμο. Όχι σαν τον άλλο χθες βράδυ που τα έκανε πάνω στη χελώνα και αυτή μου τα φέρε μες στο σπίτι!