Πάει ο τύπος σ ένα ιερέα για να εξομολογηθεί. Του λέει ο ιερέας:
"Πες
Μου, τέκνον μου, τι αμαρτία πιστεύεις ότι έχεις κάνει;". Ο
Τύπος αρχίζει να μιλά:
"Πήγα μια μέρα στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς
Μου, για να πάμε βόλτα. Αυτή όμως έλειπε. Ήταν εκεί η
Μεγάλη της αδελφή. Ε, τώρα, μόνη αυτή στο σπίτι, μόνος εγώ, έγινε το
Κακό".
"Μα παιδάκι μου, με τη μεγάλη αδελφή της
Αρραβωνιαστικιάς σου πήγες να το κάνεις;".
"Δεν ήταν μόνο αυτό",
Συνεχίζει ο μεταμελημένος τύπος, που συνεχίζει ακάθεκτος,
"Την άλλη μέρα που πήγα ήταν εκεί η μικρή της αδελφή. Ε, τώρα, μόνη
Αυτή, μόνος εγώ, δεν άργησε να γίνει το... κακό". Ο
Πάτερ άκουγε και δεν πίστευε στ αυτιά του. "Τέκνον μου, είναι βαριά τα
Κρίματά σου, αμφιβάλλω αν συγχωρεθούν". Ο τύπος
Όμως δεν είχε τελειώσει:
"Ξέρετε, πάτερ, κι άλλη μια φορά πήγα σπίτι και
Βρήκα μόνη τη μητέρα της. Τι να σας πω. Μόνος εγώ,
Μόνη αυτή, έγινε το κακό...". Σε κάποια στιγμή ο τύπος σηκώνει το κεφάλι
Του, αλλά ο παπάς έχει γίνει "άφαντος". Τον αναζητεί
Και τον βλέπει πίσω από κάτι κουρτίνες. "Γιατί, πάτερ, κρυφτήκατε εκεί
Πίσω;", αναρωτιέται ο τύπος. Κι ο παπάς έντρομος:
"Δεν
Καταλαβαίνεις; Μόνος εγώ, μόνος εσύ, άσε να μη γίνει τίποτα!".