Στο στρατόπεδο της Αυλώνας μοιραζόταν άδειες για τους φαντάρους. Ο Κώστας, ο Τάσος και ο Γιώργος πήραν άδεια για μια μέρα.
Λέει ο Τάσος: Μάγκες, θα πάμε στο μπου***λο για να βγάλουμε το άχτι μας.
- Έγινε λένε και οι άλλοι.
Πήγαν πρώτα σε ένα μπαράκι και πλακώθηκαν στα ουίσκι. Οι δύο δε μέθυσαν πολύ αλλά ο τρίτος έγινε τύφλα.
Πήγαν λοιπόν στο μπο***λο και ζητούν από τη τσατσά να τους βρει τρείς ωραίες γκόμενες.
Εντάξει απαντάει εκείνη.
Πηγαίνει να φωνάξει τις που**νες αλλά ήταν μόνο δύο. Κάθισε και σκέφτηκε ότι αφού ο ένας είναι μεθυσμένος να του βάλουνε μια κούκλα και ίσως να μην καταλάβει τίποτα. Έφτασε η ώρα και γά**σαν όλοι τους. Την άλλη μέρα συζητούσαν για τις γκόμενες και το νυχτερινό όργιο.
Ο Κώστας λέει: Καλά εγώ είχα μια ξανθιά σαν βασίλισσα και κάναμε τα πάντα.
Ο Τάσος: Σιγά τ αυγά, η δικιά μου ήταν μαύρη αράχνη και μου έκανε κάτι κόλπα που με τρελάνανε.
Ο Γιώργος: Τι λέτε ρε μα**κες; Εγώ μόνο δεν γά**σα δηλαδή;
- Γιατί ρε; ρωτάνε απορημένοι οι φίλοι του.
Ο Γιώργος: Ξέρω εγώ; Μάλλον πρέπει ρε παιδιά η δικιά μου να ήταν μάγισσα!
- Μάγισσα; Τι μάγισσα ρε;
- Ναι ρε! Φανταστείτε ότι όταν ξαπλώσαμε δε μίλησε καθόλου, αλλά μόλις της τον έβαλα έκανε ένα φφφφφφσσσσσσσσσσσττττττττττττττ και έφυγε από το παράθυρο πετώντας.