Στο τέλος της σχολικής χρονιάς τα παιδιά του νηπιαγωγείου πάνε δώρα στην δασκάλα τους.
Το πρώτο είναι από τον γιο του ανθοπώλη.
Το κουνά η δασκάλα και λέει:
- Στοιχηματίζω ότι ξέρω τι είναι μέσα! Είναι λουλούδια!
- Σωστά, λέει το αγοράκι, μα πως το καταλάβατε;
- Α, είμαι πολύ τυχερή, λέει η δασκάλα.
Το δεύτερο είναι από την κόρη του ζαχαροπλάστη. Το κρατά ψηλά η δασκάλα, το κουνάει ελαφρά και λέει:
- Στοιχηματίζω ότι και αυτό ξέρω τι είναι. Είναι γλυκά!
- Σωστά, λέει το κοριτσάκι. Αλλά πως το μαντέψατε;
- Α, στην τύχη, λέει η δασκάλα.
Ο μπαμπάς του τρίτου παιδιού έχει κάβα.
Σηκώνει η δασκάλα το κουτί ψηλά, αλλά κάτι στάζει...
Δοκιμάζει η δασκάλα μία σταγόνα:
- Είναι κρασί; ρωτάει.
- Όχι, λεέι το αγοράκι συνεπαρμένο.
Ξαναδοκιμάζει η δασκάλα:
- Είναι σαμπάνια;
- Όχι, λέει το αγόρι ακόμη πιο εντυπωσιασμένο.
Δοκιμάζει μία ακόμα σταγόνα η δασκάλα και λέει:
- Παραιτούμαι... Τι είναι;
- Ένα κουταβάκι!