Ήταν μια φορά ένας Άγγλος, ένας Γερμανός και ένας πόντιος, και είχαν χαθεί στη ζούγκλα. Σε μια στιγμή βλέπουν ένα λιοντάρι. Πιάνει ο Άγγλος μια πέτρα και την πετάει στο λιοντάρι, αυτή το πετυχαίνει στο δόξα πατρί και το λιοντάρι πέφτει κάτω νεκρό. Ενθουσιασμένοι οι άλλοι δύο, κοιτάζουν τον Άγγλο όλο απορία και συνεχίζουν να περπατάνε.
Μετά από λίγο βλέπουν ακόμα ένα λιοντάρι, πιο μεγάλο αυτή τη φορά, να έρχεται κατά πάνω τους. Πιάνει ο Γερμανός μια πέτρα, πιο μεγάλη, την πετάει στο λιοντάρι και αυτό πέφτει κάτω ξερό. Κατενθουσιασμένοι οι άλλοι δύο και χωρίς φόβο πλέον, συνεχίζουν το περπάτημα.
Σε λίγο, βλέπουν μια αγέλη από λιοντάρια να έρχεται κατά πάνω τους. Πανικοβλημένοι τώρα, κοιτάζουν γύρω τους και σκέφτονται:
- Ούτε πέτρες, ούτε ξύλα, ούτε ... Τίποτα δε μας σώζει τώρα. Να το βάλουμε στα πόδια!
Αρχίζουν, λοιπόν, να τρέχουν. Ο Άγγλος και ο Γερμανός βρίσκουν ένα ψηλό δέντρο και σκαρφαλώνουν πάνω του, ο πόντιος, όμως, κάθεται από κάτω.
- Βρε, ανέβα πάνω, του λένε οι άλλοι.
- Όχι, απαντά ο πόντιος.
Τα λιοντάρια συνεχίζουν να πλησιάζουν.
- Ανέβα πάνω, του ξαναλένε, θα `ρθουν και θα σε φάνε.
- Γιατί! Εγώ έριχνα τις πέτρες;, απαντά ο πόντιος.