Το θαύμα.
Ένας γεροδεμένος και βαρβάτος ηγούμενος, χάθηκε μέσα στο δάσος. Για καλή του τύχη βλέπει ένα φωτάκι. Πλησιάζει και χτυπά τη πόρτα.
- Έλεος, είμαι χαμένος, βοηθήστε με πριν πεθάνω από το κρύο και τη πείνα.
- Μα εδώ είναι μοναστήρι των καλογραιών είπε η μοναχή που του άνοιξε. Περιμένετε να φωνάξω την ηγουμένη.
Ήρθε η ηγουμένη, πολύ όμορφη γυναίκα. Σωστός πειρασμός.
- Ναι μεν είναι γυναικείο το μοναστήρι αλλά δεν μπορώ να σας αφήσω έξω να πεθάνετε από το κρύο. Περάστε μέσα του λέει αλλά υπάρχει και κάποια δυσκολία. Το κελί που πρόκειται να σας βάλω περνάει από το δικό μου.
- Ουδεμία δυσκολία λέει ο ηγούμενος, το βράδυ που θα πάμε για ύπνο θα μπω πρώτος εγώ στο κελί μου και το πρωί θα είστε σεις που θα βγείτε πρώτη.
Έτσι και έγινε, αλλά ο παπάς που δεν τον κόλλαγε ύπνος, άρχισε να προσεύχεται:
- Παναγία μου, διώξε τον Εωσφόρο που κατακαίει τα σωθικά μου και δεν με αφήνει να κλείσω μάτι. Και μετά, λίγο δυνατότερα:
- Παναγία μου κάνε το θαύμα σου! Δώσε θάρρος στην ηγουμένη να έρθει και να με επισκεφτεί!
Και Ω του θαύματος. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και παρουσιάζεται μπροστά του μεγαλοπρεπής σαν την Ήρα η ηγουμένη με ξεπλεγμένα μαλλιά. Κοίταξε ο ένας τον άλλον και ξαφνικά η ηγουμένη γυρίζει το κεφάλι πίσω και λέει:
- Εντάξει Παναγία μου το μήνυμα ελήφθη αλλά μη με σπρώχνεις έτσι;