Κατεβαίνει ο Κωστής απο το χωριό στη χώρα να πουσουνίσει και σκέφτεται:
Να πάω να δω ήντα κάνει η αμπλά μου. Πάει λοιπόν σπίτι της χτυπά την πόρτα και τ ανοίγει η ανηψιά του το, Λενιώ.
"Που είναι μωρή η μανα σου;" τη ρωτά.
"Στο μπακάλη είναι μπάρμπα. Κάτσε νατην περιμένεις" λεει το Λενιώ.
Κάθεται ο γέρος και περιμένει και ρωτάτονε το Λενιώ. "Μπάρμπα να σου βάλω μέλι να φας;"
Λέει ο γέρος. "Βάλε μωρέ παιδί μου."
Πέρνει το Λενιώ ενα πήλινο σκουτέλι βαθύ-βαθύ και το γεμίζει μέλι και το δίνει του μπάρμπα τση. Πέρνει ο γερος το σκουτέλι με το μέλι και ενα κουτάλι και αρχίζει να κουταλίζει το μελι και κανει το σκουτέλι λαμπίκος. Θωρείτονε το Λενιώ και λέει του.
"Μπάρμπα να σου βάλω κιάλλο;" Λέει ο γέρος.
"Οϊ μωρέ παιδί μου γιατί μπορεί να σας χρειάζετε." Λέει του το Λενιώ.
"Οϊ μπάρμπα δε το θέλωμε μπλιό γιατι έπεσε μέσα ένας ποντικός και τοχομε για πέταμα."
"Ηντα λέεις μωρέ διάλε τη γεράντιση σου και εμαγάρισες με." και πιανει το σκουτέλι να το χαμπετώσει στη κεφαλή τση Λενιώς.
"Μη, μη μπάρμπα το σκουτέλι, μη το σπάσεις γιατί τόχει η μάνα μου και κατουρεί εκειά καθε βραδυ!"
Αμπλά=αδελφή
Σκουτέλι=πιάτο
Λαμπίκος=ολοκάθαρο
Μπλιό=αλλο
Διάλε τη γεράντισή σου=Κρητική βρισια
Εμαγάρισεςμε=με λέρωσες
Χαμπετώσει=να το χτυπησει
Εκεια=εκει