Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Κωστίκα ήταν ότι είχε γίνει ρεζίλι διότι συνεχώς έκλανε.
Όταν τον κάλεσαν στο σινεμά δέχτηκε ευχαρίστως γιατί το έργο ήταν πολεμικό και δε θα ακουγόταν! Έτσι λοιπόν βολεύτηκε στη θέση του όσο καλύτερα μπορούσε γιατί ακριβώς δίπλα του ήταν κάποιος που ροχάλιζε με μεγάλο θόρυβο. Πάνω στις πιστολιές λοιπόν ο Κωστίκας έκλανε με την ησυχία του χωρίς να τον καταλάβει κανείς. Ήρθε όμως η στιγμή που του ήρθε μια μεγάλη κλανιά αλλά δεν έπεσε ούτε μια σφαίρα. Ευτυχώς για αυτόν όμως πάνω που δε μπορούσε να κρατηθεί άλλο, οι εχθροί ετοιμάστηκαν να ανατινάξουν ένα τρένο. Όταν λοιπόν ανατινάχτηκε, ο εκκωφαντικός θόρυβος της έκρηξης κάλυψε τον επίσης εκκωφαντικό θόρυβο της κλανιάς του. Απο όλη αυτή φασαρία όμως ο διπλανός του Κωστίκα ξύπνησε και λέει:
- "Τι έγινε ρε παιδιά τι φασαρία είναι αυτή;"
- "Τίποτα απλώς ανατίναξαν ένα τρένο", τον καθησύχασε ο Κωστίκας.
- "Σκατά κουβαλούσε αυτό το τρένο και βρώμισε έτσι;"