Ένας νεαρός αγρότης που ζει σε μιά φάρμα μαζί με την σύζυγό του, δέχεται την επίσκεψη της πεθεράς του, η οποία σκοπεύει να μείνει εκεί μια-δυό εβδομάδες και μάλιστα απαιτεί να επιθεωρήσει τον χώρο.
Καθώς περπατούν μέσα στον στάβλο, το μουλάρι του αγρότη ξαφνικά σηκώνεται και τραβάει μια γερή κλωτσιά στο κεφάλι της πεθεράς και την αφήνει ξερή.
Στην κηδεία μερικές μέρες αργότερα, ο αγρότης στέκεται κοντά στο φέρετρο και χαιρετά γνωστούς και φίλους που περνούν για να τον συλλυπηθούν. Ο παπάς παρατηρεί ότι όποτε περνάει μια γυναίκα και χαιρετά τον αγρότη, αυτή ψιθυρίζει κάτι στο αυτί του, εκείνος συμφωνεί κουνώντας το κεφάλι του και της λέει κάτι. Κάθε φορά που κάποιος άντρας τον χαιρετά, του λέει κάτι και ο αγρότης κουνάει αρνητικά το κεφάλι και του απαντά ψιθυριστά στο αυτί.
Περίεργος ο παπάς πλησιάζει μετά την κηδεία και ρωτά τον αγρότη τι συνέβαινε τόση ώρα. Ο αγρότης του απάντησε: “Κάθε φορά που ερχόταν μια γυναίκα μου έλεγε ‘Τι φοβερή τραγωδία’ και εγώ συμφωνούσα κουνώντας το κεφάλι και έλεγα “Ναι, τι τρομερό”. Οι άντρες με ρωτούσαν: “Το πουλάς το μουλάρι;” και εγώ κουνούσα το κεφάλι μου και έλεγα: “Δεν γίνεται. Το έχω ήδη νοικιάσει σε άλλους για έναν χρόνο”.