Ο άνθρωπος νοίκιασε ένα σπίτι και στ η βδομάδα πάνω τηλεφωνεί στο σπιτονοικοκύρη.
"Έλα να δεις τα χάλια του σπιτιού.", του λέει. Καταφθάνει ο σπιτονοικοκύρης. "Τι πρόβλημα υπάρχει;", ρωτάει. "Παρατήρησε.", του λέει ο άνθρωπος και βγάζει απ το ψυγείο ένα κομμάτι τυρί, το οποίο και ακουμπάει κοντά σε μια ρωγμή ενός τοίχου. Σε μισό λεπτό προβάλλει ένα ποντικάκι, οσμίζεται το τυρί, το τρώει κι εξαφανίζεται. "Ε, εντάξει,", λέει ο ιδιοκτήτης, "και στα πιο καθαρά σπίτια θα βρεις κανένα ποντικάκι!".
"Περίμενε.", του λέει ο νοικάρης και ακουμπάει κοντά στη σχισμή ένα μεγαλύτερο κομμάτι τυρί. Σε λίγο βγαίνουν πέντε-έξι ποντίκια, πλακώνουν το τυρί, το τρώνε και ξαναφεύγουν. "Εντάξει,", λέει λίγο ντροπιασμένος ο ιδιοκτήτης, "το ποντικάκι θα βρήκε ταίρι και θα κάναν μερικά μικρά. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο.".
"Περίμενε.", ξαναλέει ο νοικάρης και αφήνει κοντά στον τοίχο όλο το κεφάλι το τυρί. Σε λίγο αρχίζουν να ξεχύνονται απ τη ρωγμή δεκάδες ποντίκια και να κατατρώνε το τυρί και μαζί τους πετάγεται κι ένα ψάρι, που πέφτει στο πάτωμα και σπαρταράει. "Απίστευτο!", κάνει ο σπιτονοικοκύρης. "Ένα ψάρι!".
"ʼσε,", λέει ο νοικάρης, "για την υγρασία θα σου πω μετά!".