Ένας νεαρός βρήκε σε κάποια παραλία ένα σκούρο μπουκάλι κλειστό, σφραγισμένο. Δίχως να δώσει σημασία το πηρέ μόνο κάτω από την ομπρέλα ήλιου που ξάπλωνε. Όταν τον πηρέ ο ύπνος βλέπει ένα όνειρο σαν όραμα κάποιον γέροντα να του λέει:
"Το μπουκάλι που βρήκες να το ανοίξεις μονό όταν φτάσει ο καιρός να πεθάνεις".
Ο νεαρός φοβισμένος το πηρέ και το έκρυψε. Τα χρόνια πέρασαν, παντρεύτηκε, έκανε παΐδια και μετά 30 χρόνια το βρίσκει η γυναίκα του τυχαία. Αυτός όταν είδε να το κρατά στα χέρια της τρόμαξε μήπως το ανοίξει, σε παρακαλώ της λέει αυτό το μπουκάλι έχει μεγάλη ιστορία μη το ανοίξεις, φεύγω για μια δουλεία κι όταν επιστρέψω θα σου την διηγηθώ.
Η γυναίκα όμως που δεν είχε υπομονή να περιμένει άνοιξε το φελό που ειχε. Ένας μαύρος καπνός βγήκε από μέσα και τσακ εμφανίζετε ο διάβολος και της λέει: O άντρα σου 30 χρόνια δεν το άνοιξε κι εσύ δεν είχες υπομονή ούτε 5 λεπτά.
Γιατί ρωτά αυτή εσύ ποιος είσαι; διάβολος απαντά. Σιγά μην είσαι διάβολος, ο διάβολος δεν μπορεί να είναι κλειστός σε ένα μπουκάλι κυκλοφορεί ανάμεσα μας ούτε και χωρά σε ένα μπουκάλι.
Ο διάβολος για να της αποδείξει το αντίθετο ξαναμπαίνει στο μπουκάλι, όταν αυτή γρήγορα γρήγορα το κλείνει. Σηκώνει τότε τα χεριά ο διάβολος προς το θεό και του λέει: Θεέ μου απορώ αφού έπλασες τη γυναίκα εμένα γιατί με έπλασες;